Ο ζωγράφος Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκατεστημένος, κατ’ ουσίαν, στη Ρόδο, την οποία επισκέφτηκε πρώτη φορά στα τέλη του 1963. Το τοπίο του νησιού αναδείχθηκε σε βασικό του θέμα και πεδίο πειραματισμών οδηγώντας την τέχνη του σε μια επική αντίληψη για το τοπίο, σε μια ωριμότητα δωρικής λιτότητας και σχεδιαστικά και χρωματικά. Το 1978 ο ζωγράφος υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και παρέλυσε όλη η δεξιά του πλευρά. Το χέρι με το οποίο εργαζόταν αχρηστεύτηκε. Εκείνος, όμως, δεν εγκατέλειψε την τέχνη του. «Είχα ένα δεξί χέρι άχρηστο», έλεγε ο ίδιος στον Χρίστο Αλεξίου, «κι ένα αριστερό εντελώς χαραμοφάικο στη ζωή του, χωρίς να δουλεύει, χωρίς να κάνει τίποτα, που έπρεπε τώρα να μάθει να δουλεύει», Έμαθε, λοιπόν, με κόπο και επιμονή, να δουλεύει με το αριστερό χέρι, με το οποίο δημιούργησε μερικές εντυπωσιακές τοπιογραφίες τόσο από τη Ρόδο, το 1979 οπότε και ταξίδεψε για τελευταία φορά στο νησί, όσο και από τα βουνά της Κορινθίας. Η συγκεκριμένη άποψη των ακτών της Ρόδου φιλοτεχνήθηκε στις 2 Αυγούστου 1979. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί εδώ μαρκαδόρους –σχεδιάζοντας πολύχρωμα και φωτεινά σχήματα, βράχια, νευρώσεις, παράλληλες κοντές γραμμές– και τα παστέλ, για τη θάλασσα και τον ουρανό, που δίνουν μαλακά χρώματα στο σύνολο. Χωρίς να χάνει σε ακρίβεια, το τοπίο κερδίζει πλέον λάμψη, σε ένταση φωτός. Και ο Σεμερτζίδης, έχοντας αφήσει πίσω του τη μουντάδα των προηγούμενων χρόνων, δίνει εδώ μια εικόνα της Ρόδου αισιόδοξη, φωτεινή, σαν να μην επηρέασαν διόλου οι δυσκολίες που βίωνε σε προσωπικό επίπεδο.
(EL)