Το έργο εικονίζει μια ηλικιωμένη γυναίκα που στέκεται απέναντι από τον θεατή σε ακαθόριστο χώρο. Η ηλικιωμένη κοιτά τον θεατή στα μάτια, όπου καθρεφτίζεται η θλίψη και η κούραση των χρόνων. Ο ζωγράφος έχει αποδώσει τη μορφή με έμφαση στη γραμμή, την οποία χρησιμοποιεί εξπρεσιονιστικά. Η εναλλαγή κόκκινου και μαύρου προσδίδει στο έργο μια αίσθηση ταραχής και έντασης, γεγονός που ενισχύεται από τις αλλεπάλληλες καμπύλες που συνθέτουν τη μορφή. Το έργο ανήκει στη σειρά με τίτλο Σελίδες ημερολογίου. Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει κυρίως ακουαρέλες, σχέδια, γλυπτά και χαρακτικά, στα οποία απεικονίζεται η άρρωστη μητέρα του ζωγράφου. Ο Χρόνης Μπότσογλου (1941-2022) από το 1980 μέχρι και το θάνατό της (δέκα χρόνια περίπου αργότερα) έκανε ένα σχέδιο από φυσικού και στη συνέχεια ολοκλήρωνε το έργο στο εργαστήριό του. Τα έργα είναι αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς για να φαίνεται η χρονολογική τους σειρά. Στα σχέδια αυτά φαίνεται η κατάπτωση και η σταδιακή εξαΰλωση του γερασμένου άρρωστου σώματος. Ο Μπότσογλου ήταν παρών για να καταγράψει τη συνθήκη αυτή, τόσο σκληρή για ένα παιδί σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται. Το έργο του Μπότσογλου παραμένει άλλωστε βαθιά αυτοαναφορικό και βιωματικό. Με το προσωπικό εξπρεσιονιστικό του ιδίωμα συλλαμβάνει με λίγες καίριες γραμμές το σώμα, την έκφραση, το βλέμμα, τη σκέψη, τη διάθεση της ηλικιωμένης. Μέσα από αυτόν τον στρόβιλο γραμμών ο ζωγράφος κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ημερολόγιο μνήμης της πορείας προς τον θάνατο της μητέρας του. Η μνήμη, άλλωστε, τον απασχολούσε σαν θέμα γιατί «όπου και να την αγγίξεις [τη μνήμη], πονεί», όπως έλεγε και ο αγαπημένος στίχος του Γιώργου Σεφέρη.
(EL)