Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 η χαρακτική του Τάσσου (Αλεβίζου, 1914-1985) αποστασιοποιήθηκε μερικώς από την πολιτική στράτευση της περιόδου της Κατοχής, καθώς ο καλλιτέχνης στράφηκε προς τη νεκρή φύση και το τοπίο. Μάλιστα, μετά και τη συμμετοχή του στην α΄ έκθεση της Στάθμης, το 1950, και στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1952, ο Τάσσος είχε επιβληθεί στη συνείδηση του κοινού και των κριτικών ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους χαράκτες στην Ελλάδα. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η εντονότερη ενασχόλησή του με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας, η οποία χαρακτήρισε την εργασία του καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Στο συγκεκριμένο χαρακτικό εικονίζεται ένα χειμωνιάτικο τοπίο. Η παράσταση ανοίγει με έναν αγροτικό δρόμο μπροστά, όπου βλέπουμε αγρότες να επιστρέφουν από τα χωράφια, δυο κυνηγούς αλλά και μια γυναίκα που κουβαλά ξύλα. Πίσω τους απλώνεται το τοπίο: δυο μαλακοί λόφοι καλυμμένοι με λευκούς κορμούς. Πρόκειται για συκιές που έχουν χάσει πια το φύλλωμά τους και στέκουν ως δραματικά στοιχεία αυτής της σχετικά γραφικής απεικόνισης του χειμωνιάτικου αγροτικού βίου. Ο Τάσσος υιοθετεί ένα απλό, λιτό σχέδιο, ενώ χρησιμοποιεί καθαρά, πλακάτα χρώματα – σε μια εντυπωσιακή ισορροπία θερμών και ψυχρών τόνων.
(EL)