Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος Πάνος Παπανάκος (1930-1999) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είχε στο σχολείο, το Πειραματικό του ΑΠΘ, καθηγητή τον ζωγράφο Πολύκλειτο Ρέγκο. Σπούδασε ιατρική και αργότερα επηρεάστηκε από το παράδειγμα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (λογοτέχνη και ζωγράφου, που όμως βιοποριζόταν ως φαρμακοποιός στη Θεσσαλονίκη) και του Νίκου Φωτάκι. Κατ’ επέκταση, το ύφος του είναι ναΐφ, παραπέμποντας τόσο στην παιδική ζωγραφική όσο και στη λαϊκή τέχνη: απλό, αφελές σχέδιο, χρώματα (αυγοτέμπερες) τοποθετημένα με μικρές πινελιές πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, αποτελούν τα κύρια γνωρίσματά του, ενώ οι συνθέσεις του πραγματεύονται σκηνές της καθημερινότητας, εκφράζοντας μια αίσθηση νοσταλγίας για τη ζωή των απλών ανθρώπων και για το παρελθόν. Στο συγκεκριμένο έργο εικονίζεται ένας μικρός κόλπος με γαλαζοπράσινα νερά. Η ακτή αποδίδεται με σκούρο καφέ. Ξερά χόρτα και μερικά ψαροπούλια διακρίνονται στη λεπτή ζώνη της ξηράς. Στο μέσον του μικρού κόλπου διακρίνεται μια μικρή βάρκα, με δύο κωπηλάτες – προφανώς ψαράδες, που κατευθύνονται προς τη μεγάλη ξύλινη κατασκευή που στέκει σαν σκαλωσιά στο σημείο όπου ανοίγεται το πέλαγος. Αυτό είναι το νταλιάνι, που δίνει και τον τίτλο του στον πίνακα: γνωστό και ως θυννείο (από τη λέξη θύννος, την αρχαία ελληνική ονομασία του ψαριού τόνος) είναι ένα επαγγελματικό σύστημα αλιείας προσφυγικής προέλευσης – εξ ου και η τούρκικη ονομασία του, νταλιάνι. Σήμερα συνηθίζεται στον Θερμαϊκό και τον Αμβρακικό κόλπο, αλλά και σε παραλίες της Ροδόπης. Είναι μία μεγάλη, ξύλινη κατασκευή, στερεωμένη στον βυθό, ουσιαστικά μια μόνιμη ιχθυοπαγίδα με λεπτό ή μεγαλύτερο δίχτυ, που παγιδεύει κοπάδια ψαριών που κινούνται παράλληλα προς την ακτή. Οι ψαράδες επισκέπτονται το νταλιάνι δύο-τρεις φορές τη μέρα και συνήθως με απόχες αδειάζουν το εγκλωβισμένο στα δίχτυα του αλίευμα.
(EL)