Το έργο αποτυπώνει μέρος του εργαστηρίου του Ανδρέα Γεωργιάδη (1892-1981). Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια νεκρή φύση, η οποία απαρτίζεται από βάζα, βιβλία, πινέλα και χρώματα σε μια καλά οργανωμένη σύνθεση. Ο Γεωργιάδης φαίνεται να έχει επηρεαστεί από αντίστοιχα έργα Γάλλων καλλιτεχνών, κυρίως ρεαλιστών του 19ου αιώνα. Άλλωστε, είχε μεταβεί στο Παρίσι για σπουδές σε ανεξάρτητες ακαδημίες ζωγραφικής στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα αντικείμενα είναι τοποθετημένα σε διάφορα επίπεδα, οργανωμένα κατά ύψος, πάνω σε ένα τραπέζι με ύφασμα. Το εργαστήριο παρουσιάζεται σκοτεινό με το φως να δημιουργεί έντονες σκιές στα αντικείμενα. Ο ζωγράφος επέλεξε μια παλέτα σε ψυχρούς τόνους του μπλε και συναφείς αποχρώσεις προκειμένου να αποδώσει τη σκοτεινή αυτή ατμόσφαιρα. Ωστόσο, η σύνθεση ζωηρεύει από ολιγάριθμα αντικείμενα ζωγραφισμένα με θερμά κόκκινα (βλ. βιβλίο, πινέλο, σωληνάριο). Ο Γεωργιάδης υποστήριξε την αναπαραστατική τέχνη και τις πιο συντηρητικές εκφράσεις της –υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Ομάδας Ακαδημαϊκών Ζωγράφων» (1937)– εκπροσωπώντας τη λεγόμενη κατά τον Μεσοπόλεμο «επιστροφή στα μουσεία», Σε αυτό το πνεύμα εντάσσεται και η συγκεκριμένη σύνθεση.
(EL)