Ο Στέργιος Τσιούμας κατάγεται από την επαρχία Βοΐου της Δυτικής Μακεδονίας. Γεννήθηκε στο Ζαΐρ το 1954 και εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Α.Π.Θ. και μαθήτευσε φωτογραφία κοντά στον Μάνο Στεφανίδη και σε ελεύθερα μαθήματα στη Σχολή “75″ των Βρυξελλών. Άσκησε το επάγγελμα του αρχιτέκτονα στη Θεσσαλονίκη. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα του υπάρχουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, ενώ έχει βραβευτεί σε πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς. Διετέλεσε Πρόεδρος του Συλλόγου Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος και είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.
Το φωτογραφικό του έργο προσφέρει μια σειρά έντεχνων ντοκουμέντων από την αρχιτεκτονική μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του '70, συνιστώντας καταγραφή του κοινωνικού, αστικού ήθους της εποχής με έμφαση στο δομημένο περιβάλλον. Επιλεγμένες φωτογραφίες από το αρχείο του καλλιτέχνη εκτέθηκαν υπό τον τίτλο «Μια ανήσυχη βόλτα. Φωτογραφίες από τη Θεσσαλονίκη του '70» στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Photosynkyria 2006 που οργάνωσε το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Η φωτογραφία αποτυπώνει τη Βίλα Καπαντζή, το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Πολιτιστικό Κέντρο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης και βρίσκεται επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχοντικά της παλιάς Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει συνδεθεί κατά καιρούς με πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Το 1972, λίγα χρόνια πριν την χρονολογία λήψης της παρούσας φωτογραφίας, το κτίριο εγκαταλείφθηκε, αφού χρειαζόταν εκτεταμένες επισκευές μετά τη μακρόχρονη χρήση του και τις αλλαγές λειτουργιών που γνώρισε ενώ η αποκατάσταση του διήρκεσε από το 1982 έως το 1989. Ο Στέργιος Τσιούμας το φωτογραφίζει στη φάση της ερήμωσής του η οποία αποτυπώνεται στις φθορές του κτιρίου και στον αφρόντιστο περιβάλλοντα χώρο με την πρόχειρη περίφραξη. Τριγύρω πολυώροφες κατοικίες έχουν κάνει ήδη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την εμφάνισή τους αντικαθιστώντας τις άλλοτε πολυτελείς επαύλεις της Συνοικίας των Εξοχών.
(EL)