Ο Ντίμιχερ Γκότσεφ, ήδη γνωστός στο ελληνικό κοινό από τον Φιλοκτήτη του Χάινερ Μύλλερ που φιλοξενήθηκε
στην Πάτρα το 2006 αλλά και από τον πιο πρόσφατο Ιβάνοφ του Τσέχοφ που παρουσιάστηκε
από τη Volksbohne το 2007, σκηνοθετεί για πρώτη φορά στο αρχαίο θέατρο της Επίδαυρου. Επέλεξε το
αρχαιότερο σωζόμενο δράμα, τη μοναδική τραγωδία που δεν πραγματεύεται ένα μυθικό επεισόδιο, αλλά
ένα ιστορικό γεγονός. Πρόσφατο είναι το περίφημο ανέβασμά του, των Περσών στο Deutsches Theater
του Βερολίνου, μια λιτή, ≪δωρική≫ παράσταση που επιλέχθηκε ως η παράσταση της χρονιάς στο γερμανόφωνο
θέατρο για το 2006.
Οι Πέρσες του Βερολίνου δεν επιχείρησαν ≪εύκολες≫ αναγωγές στο σήμερα . Με αφαιρετικό τρόπο, διαφύλαξαν
την απόσταση που μας χωρίζει από την αρχαία τραγωδία, διατηρώντας την αίσθηση του μακρινού
και του ανοίκειου και ανοίγοντας παράλληλα ένα νέο ιστορικό χώρο. Ξεχώρισαν, γιατί διατύπωσαν ένα
καίριο σχόλιο πάνω στην ιστορία του πολέμου και του πολιτισμού, πάνω στους μηχανισμούς της πολιτικής
και στην άσκηση της εξουσίας. Όσοι είχαν την ευκαιρία να δουν την παράσταση, παρακολούθησαν ένα
εύστοχο σχόλιο πάνω στις συλλογικές εμπειρίες που αποτυπώνει η τραγωδία του Αισχύλου.
Η επαφή του Γκότσεφ με την αρχαία τραγωδία έγινε μέσα από το πρίσμα, του Χάινερ Μύλλερ. Χρησιμοποιώντας
στο Βερολίνο την εξαιρετική μετάφραση- εκδοχή του Μύλλερ, ο Γκότσεφ άνοιξε ένα ≪διάλογο≫
με το αρχαίο δράμα.. Η πρόσκληση του Εθνικού θεάτρου του δίνει το ερέθισμα και την πρόκληση να
επιστρέφει στο συγκεκριμένο έργο. όχι για να επαναλάβει, αλλά για να εμβαθύνει, να ανατρέψει, να συνεχίσει
-με την επιμονή που τον διακρίνει- την αναζήτηση του.