Ο Αριστοφάνης είναι ο τελευταίος του χορού με τις τέσσερες μεγάλες
μορφές του θεάτρου και της δημοκρατίας, τον σεμνόν Αισχύλο, τον μακάριο
Σοφοκλή, τον τραγικόν Ευριπίδη και τούτον τον χαριτωμένο, τον πατέρα
της κωμωδίας. Αν άφηνε η τύχη και την κληρονομιά τούτη, όπως τόσους
άλλους ανεκτίμητους θησαυρούς, να χανόταν, αν δεν έφτανε ως τ'
αφτιά μας ο ζωντανός λόγος που λάλησαν αυτές οι εξαίσιες μορφές, πολύ
μικρή και σκοτεινή ιδέα θα μπορούσαμε να σχηματίζαμε, όχι μόνο για
κείνη τη χρυσή εποχή, παρά και για τη ζωή μας την ίδια, τόσο λαμπρό
ναι το φως που ρίχνουν οι τέσσερις αυτοί στο πνεύμα του κόσμου.
Ο Αριστοφάνης, Αθηναίος, γεννημένος στην Αίγινα από πλούσιο σπίτι, έζησε και πέθανε στην Αθήνα (452-325 π.Χ.) Ήταν πνεύμα ανώτερο και γενναίο
και αφοσιώθηκε στο θέατρο. Πίστευε, όπως και η πολιτεία τότε, στη
μεγάλη αποστολή της τέχνης για την προαγωγή της κοινωνίας κι αυτή την
αποστολή υπηρέτησε με τα έργα του (44 κωμωδίες, που σώζονται οι 11).
Σατίρισε τις κακίες του καιρού του, τη δημαγωγία, την αργομισθία, τη συκοφαντία,
τη σοφιστεία, ακόμα και τις νέες ιδέες, βλέποντας σ' αυτές την
αιτία κι όχι το σύμπτωμα της διαφθοράς της κοινωνίας.
Η γλώσσα του είναι καθάρια Αττική, το ύφος του σεμνό, παρ' όλες τις αισχρολογίες
του, ο λόγος του μουσικός, ο στίχος του χορευτικός, τα χορικά
του απ' τα ωραιότερα δείγματα της λυρικής ποίησης. Γι' αυτές του τις
χάρες και την παρρησία του ο Αριστοφάνης αγαπήθηκε απ' τους Αθηναίους,
που τον ετίμησαν με το στεφάνι της ιερής ελιάς, που στεφάνωναν
τους εθνικούς ήρωες. Επίσης αγαπήθηκε απ' όλους τους λαούς και είναι
μέτρο πολιτισμού η εκτίμηση του έργου του. Ο καλύτερος έπαινος του είναι
ένα ηρωελεγειακό δίστιχο που αποδίνεται στον φίλο και θαυμαστή
του, τον μεγάλο φιλόσοφο Πλάτωνα:
Αι Χάριτες τέμενος τι λαβείν όπερ ουχί πεσείται
ζητούσαι ψυχήν εύρον Αριστοφάνους.
Η κωμωδία του "Ορνιθες" ηρωτοπαραστάθηκε στα Μεγάλα Διονύσια το
414 π.Χ. και πήρε το δεύτερο βραβείο. (Πρώτος Αμειψίας με το "Κωμασταί", τρίτος Φρύνιχος με το "Μονότροπος").
Η Αθήνα τότε βρισκόταν στο μεσουράνημά της: η ειρήνη από το 421 είχε
επουλώσει τις πληγές του πολέμου και ξανανιώσει τη δύναμη και την
ορμή και την καταχτητική της όρεξη. Είχε κιόλας ριχτεί στη μεγαλύτερη υπερπόντια
επιχείρηση που ξεκίνησε από ελληνικό λιμάνι και που γίνε η
καταστροφή της. Αλλά το κακό δεν είχε γίνει ακόμα όταν παίχτηκαν οι
"Ορνιθες". Ο ουρανός χαμογελούσε και η Αθήνα χαιρόταν τον πλούτο
και την προκοπή της, όλη αισιοδοξία κι έξαρση. Η έξαρση αυτή καθρεφτίζεται
στην κωμωδία τούτη, όπου συνάμα σατιρίζεται και η υπερβολή της
έξαρσης, η έπαρση.
Ε μωρέ μωρέ, να μην τσιγκλάτε των θεών
τη φοβερήν οργή, μην όλο σας το γένος
το καταχώσει με του Δία το φτυάρι η Δίκη,
σας κατακεραυνώσει και σας κάνει στάχτη
κορμιά και πολυκατοικίες σας συ θέμελα...
Η προειδοποίηση τούτη, σε μας σήμερα, που γνωρίζουμε ό,τι ο ποιητής
τότε αγνοούσε, φαίνεται προφητική τραγική ειρωνεία.
Ένας Αθηναίος, που λιγώθηκε από την καλοπέραση στην Αθήνα, φεύγει,
ανεβαίνει στα πουλιά και τα πείθει να χτίσουν στον αέρα πολιτεία, ν' αποκλείσουν τους θεούς και να εξουσιάσουν τον κόσμο. Μ' αυτή του την υπόθεση
ο ποιητής βρίσκει ευκαιρία να βάλει σε κίνηση όλον τον μηχανισμό
της σκηνής και με τα φανταχτερά ποικιλόχρωμα πουλιά και τα πετάγματά τους και τα λαλήματά τους να κάνει μια παράσταση φαντασμαγορική,
πλούσια σε θέαμα, λυρισμό, γέλιο και πνεύμα. Ο μεταφραστής προσπάθησε
να μείνει πιστός στο κείμενο.
Οι μεγάλες δυσκολίες, έξω από την άφταστη μουσικότητα των χορικών,
είναι οι ελευθεροστομίες, που η χαριτωμένη τους ωμότητα δεν είναι ανεχτή από τα ήθη της εποχής μας, καθώς και τα τσουχτερά κι έξυπνα σχόλια
για πρόσωπα και πράγματα, γνωστά στους τότε Αθηναίους, που δε λένε
τίποτα στον σημερινό ακροατή.
Η πίστη στο κείμενο εδώ κάνει την εικόνα να φαίνεται σαν υφαντό λερωμένο
και με πολλές τρύπες.
Ο μεταφραστής νόμισε χρέος του, πιστεύοντας πως η παράσταση ενός
έργου χάνει πολύ αν περιοριστεί μόνο στην αρχαιολογική του αξία, να
προσπαθήσει να ξεπεράσει αυτές τις δυσκολίες με αναλογίες από σημερινά
πρόσωπα και πράγματα και με την πεποίθηση πως το θαύμα της τέχνης
σκεπάζει τους αναχρονισμούς κι όχι μόνο δεν προδίνει, παρά βοηθάει
το πνεύμα του ποιητή να μιλήσει στον σημερινό ακροατή, που για χάρη
του ο μεταφραστής πήρε πάνω του την ευθύνη και στην επιείκειά του
αφήνεται.