Βασιζόμενος στην πασίγνωστη τραγωδία του Σέξπιρ και
χρησιμοποιώντας, όπως πάντα, τον αγαπημένο του δεκαπεντασύλλαβο,
ο Μποστ ανακατεύει γεγονότα και καταστάσεις
του κλασικού έργου με άλλα της σύγχρονης πραγματικότητας,
θέλοντας, φυσικά, όπως σε όλα του τα έργα, να
σατιρίσει την εποχή του κι όχι το έργο και το συγγραφέα
από τον οποίο δανείζεται τη βασική υπόθεση.
Στον Μπόστ, λοιπόν, ο Ρωμαίος εξορίζεται από τη Βερόνα
και χάνει την αγαπημένη του, γιατί σκότωσε το ζωγράφο
Γκρέκο. Η αφορμή ήταν ότι ο Γκρέκο έκανε το πορτρέτο
της Ιουλιέτας, βάζοντας στα χέρια της δυο κλειδιά, έτσι
που να θυμίζει τον Απόστολο Πέτρο. . .
Πάνω σ' αυτό το εύρημα στηρίζεται όλο το έργο του
Μποστ, ο οποίος ολοκληρώνει την παρώδηση του μύθου
της σεξπιρικής τραγωδίας στην πρώτη πράξη, για να κατασκευάσει
μια δική του δεύτερη, όπου, σαράντα χρόνια
μετά, Καπουλέτοι, Ρωμαίος και Πατήρ Λαυρέντιος ψάχνουν
ακόμα να βρουν τη χαμένη από τον τάφο της Ιουλιέτα.
Μέσα σ' αυτές τις δύο πράξεις θα σατιριστούν πολιτικά
πρόσωπα, τηλεοπτικές εκπομπές, κυβερνητικές αποφάσεις,
οι απεργίες, τα ΜΑΤ, οι διαδηλωτές , η Νταϊάνα, τα ροζ
τηλέφωνα, οι εκπτώσεις, τα ναρκωτικά, ο στρατός, η
εκκλησία, τα σχολεία και ό,τι άλλο περνάει καθημερινά
από τον Τύπο και απασχολεί τη σημερινή κοινωνία.
Αυτό το στοιχείο της ανάμιξης σύγχρονων γεγονότων και
καταστάσεων με κλασικά θέματα, καθώς και η ιδιόμορφη
γλώσσα έχουν δημιουργήσει τον όρο "μποστικό θέατρο",
ένα θέατρο που όμοιό του δεν έχει ξαναϋπάρξει στην
Ελλάδα και που μας δυσκολεύει πολύ στο να το κατατάξουμε
σε μια κατηγορία, όσο κι αν, για ευκολία, το ονομάζουμε
σουρεαλιστικό.