Είναι πραγματικά, ενδιαφέρον και, άλλοι, πιο ειδικοί από τον υπογράφοντα, θα 'πρεπε να ασχοληθούν με αυτό που κάνει τον Μποστ να γίνεται τόσο "εμπορικός", να συγκινεί, δηλαδή, όχι μόνο του λόγιους, αυτούς που καταλαβαίνουμε και διακρίνουν τους γλωσσικούς ακροβατισμούς του και την σαρκαστική του διάθεση με αυτό που θέλει να λέγεται ελληνική γλώσσα, αλλά και το πλατύ λαϊκό κοινό, εκείνο που συγχέει την γενική "του σάλωνος" με τα Σάλωνα κι όχι με το σαλόνι της Φαύστας.
Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε το χιούμορ του, την κριτική του, τον αυτοσαρκασμό του, τη λύπη για τα τεκταινόμενα της εποχής μας, τη λατρεία του για την Ελλάδα, για τους μύθους της και την απομυθοποίησή τους, για τους άρχοντές της, που με τρυφερότητα διασύρει, για ό,τι τέλος πάντων αποτελεί την εποχή του. Και είναι ενδιαφέρον, γιατί θα καταλήξουμε σ' αυτό που πολύ εύστοχα διέκριναν μερικοί, ότι ο Μποστ είναι ο σύγχρονος Αριστοφάνης. Όπως εκείνος δεν άφηνε τίποτα όρθιο στην δική του εποχή, έτσι και ο Μποστ αρνείται να αποδεχθεί οτιδήποτε συμβαίνει στη σημερινή. Και αυτό που συνδέει και τους δυο, δεν είναι τίποτ' άλλο από την μεγάλη και άδολη αγάπη τους για την Ελλάδα. Γι' αυτή τη χώρα που, ως φαίνεται, τίποτα δεν πρόκειται να την αλλάξει προς το καλύτερο και που πάντα θα' χει ανάγκη από Αριστοφάνηδες για να την συνεφέρνουν και να της τραβούν τ' αυτί, κάθε στιγμή που παρεκτρέπεται.
Όταν τα κείμενα γίνονται κλασικά και διαχρονικά, τότε κάτι συνδέει τις εποχές μεταξύ τους, αφού οι σημερινές βρίσκουν ομοιότητες με τις χθεσινές και οι αυριανές δεν θα 'χουν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από το αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων απαράδεκτων πράξεων...
Θανάσης Παπαγεωργίου