Η τραγωδία αρχίζει με συνάντηση θεάς Αθηνάς-Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας έχει ακούσει στο
στρατόπεδο ότι, μάλλον, ο Αίας έχει σφάξει ζώα και βοσκούς και πηγαίνει μέχρι τη σκηνή του
για να μάθει τι ακριβώς έγινε. Η θεά Αθηνά, ακολουθώντας τον προστατευόμενό της Οδυσσέα
στην κατασκόπευση που επιχειρεί, του αναφέρει για το θυμό του Αίαντα προς τους Αργίτες μετά
την απόφασή τους να δώσουν τα όπλα του Αχιλλέα στον ίδιο, και την απόφαση του Αίαντα να
πάρει, γι' αυτό το λόγο, εκδίκηση. Η ίδια συντέλεσε η οργή του ήρωα να στραφεί προς τα
κοπάδια των Ελλήνων σαλεύοντας τα λογικά του, ενώ, στη συνέχεια, καλεί τον Αίαντα έξω από
τη σκηνή για να δώσει στον Οδυσσέα τη χαρά "να γελάσει με τον πεσμένο πια εχθρό του".
Ο Χορός, που αποτελείται από Σαλαμίνιους ναύτες ζητά από τον Αίαντα να διαλευκάνει τις
φήμες που τον αφορούν, ενώ η Τέκμησσα, γυναίκα του Αίαντα από αιχμαλωσία, του επιβεβαιώνει
ότι όσα άκουσε για τις πράξεις του Αίαντα είναι αλήθεια.
Ο Αίας συνέρχεται από την τρέλλα του, συνειδητοποιεί τις πράξεις του και παίρνει απόφαση
για θάνατο "με τιμή". Διατείνεται εμπρός στην Τέκμησσα και το Χορό ότι θέλει να καθαρθεί με
θαλασσινό μπάνιο και να θάψει το επάρατο σπαθί του, ενώ, στην πραγματικότητα, παραδεχόμενος
την "ορισμένη τάξη" του κόσμου, παίρνει το δρόμο που οδηγεί στο θάνατο.
Ο μάντης Κάλχας προμαντεύει την καταστροφή του. Ο Αίας ανακαλύπτεται νεκρός από τον
Χορό, την Τέκμησσα και το μηλαδελφό του Τεύκρο.
Οι Ατρείες, Μενέλαος και Αγαμέμνονας, θέλουν για λόγους εκδίκησης, ν' αφήσουν το
νεκρό άταφο, με τη βοήθεια όμως του Οδυσσέα ο Τεύκρος εξασφαλίζει τελικά "έντιμη ταφή"
για τον αδελφό του.