Ο Δικαιόπολης, τίμιος και φιλήσυχος Αθηναίος, αγανακτισμένος από την παράταση
του Πελοποννησιακού πολέμου, που συνεχίζεται για έκτο χρόνο, κλείνει προσωπική
ειρήνη με τους Λακεδαιμόνιους και ετοιμάζεται να γιορτάσει το γεγονός.
Τη στιγμή εκείνη ορμά επιθετικός ο χορός από καρβουνιάρηδες Αχαρνείς, που τον
κατηγορούν για προδοσία, και ο Δικαιόπολης ζητάει να τον αφήσουν να τους
μιλήσει, κι αν δεν τους πείσει, τότε να του πάρουν το κεφάλι.
Για να κερδίσει τη συμπάθειά τους δανείζεται από τον Ευριπίδη τα ρούχα από τους
ρακένδυτους ήρωες των τραγωδιών του. Οι μισοί Αχαρνείς πείθονται, οι άλλοι
ζητούν τη βοήθεια του στρατηγού Λάμαχου, που ετοιμάζεται να ξεκινήσει για τη
μάχη.
Στο μεταξύ ο Δικαιόπολης αρχίζει τις εμπορικές του δοσοληψίες: ένας κακόμοιρος
Μεγαρίτης έρχεται να του πουλήσει τις δυο του κόρες για γουρουνόπουλα, ένας
Θηβαίος του πουλάει αγαθά και παίρνει σ’ αντάλλαγμα ένα συκοφάντη!
Κι ενώ ο Δικαιόπολης, συντροφιά με δυο όμορφες εταίρες ετοιμάζει τα εδέσματα για
τον εορτασμό της ειρήνης, ο στρατηγός Λάμαχος έρχεται τραυματισμένος και το
έργο κλείνει με το διάλογό τους, που είναι ένας ύμνος στα αγαθά της ειρήνης σε
αντίθεση με τα δεινά του πολέμου.