Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
Αρχική σελίδα
Τύποι τεκμηρίων
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
Λαϊκές Παραδόσεις
Ανακαλύψτε
7.670 λαϊκές παραδόσεις
Αναζήτηση
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
1 - 30 από 7.670 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Το ζύμωμα του ψωμιού.
Χρονολόγηση
2014
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών.
Φορέας
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών
Η Αγία Μαύρα είναι μεγάλη και θαματουργή κι όποιος δε φυλάει την ημέρα εκείνη παθαίνει πολλά. Κάποια φορά, ήμουνα μικρή ακόμη, κατεβαίναμε με τον πατέρα μου από του Τζαΐζι και καθώς περνάγαμε από ένα τζαροκάμινο βλέπουμε κι είχανε τις τζάρες στημένες αράδ' αράδα και τις είχαμε βαμμένες κι ήτονε μαύρες σαν το ρούχο που φορώ. Βαστάει ο πατέρας μου τ' άλογο και ρωτάει το μάστορη : “Δε μου λές, κουμπάρε, τι πάθαν οι τζάρες σας και σας μαυρίσανε; - Αχ, κουμπάρε μου, του λέει εκείνος, δεν το ξέραμε πως μια από φτούνες τις ημέρες ήτονε της Αγίας Μάυρας και βάναμε καμίνι εκείνη την ημέρα, που εμείς πάντα φυλαγούμαστε και όπως πήγαμε να βγάλουμε τις τζάρες από μέσα, σαν ανοίξαμε το καμίνι ήτονε μαύρες όπως τις βλέπεις και τώρα χάσαμε τους κόπους μας, χάσαμε και το πράμα μας, γιατί ποιός μας τις πάιρνει.” Εγώ από τότες δεν πιάνω τίποτες στα χέρια μου εκείνη την ημέρα, ούτε ράβω, ούτε ζυμώνω, ούτε κοφίνι βάνω
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ταρσούλη, Γεωργία
Τόπος
Κορώνη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
1749, Ιουλίου 8 της Αγίας Κυριακής, ήρθαν να μας πάρουν σκλάβους και εφύλαξαν όλην την ημέραν και την παραμονή του Αγίου Ηλίου μας πήραν τα πιδιά σκλάβους. Κυριακή ημέρα τα πήρανε, την τσούπα του Ψαρού και το αδέλφ’ της και τον Καραβιά και την τετράδη ο Θεός τα ξεσκλάβωσε. Και ο Μπραχός τα επήρε, και το πιάσανε στις Γούρνες και τα πήραν και τα πήγαν εις την Προστοβά (χωριό 2 ώρας μακραί του Κεφαλοβρύσου) από πάνω και τη νύκτα περπατούσανε και την ημέρα τας βάνανε στον ήλιο. Και τρείς ημέρας έκαναν χωρίς ψωμί. Και οι Αρβανίτες και τα πιδιά όσο όπου μπαηλίσανε από την πείνα και τότες εκινήσανε και επήγανε δια ψωμί και αφήκανε τον ένανε και τα εφύλαγε. Και ο μέγας Πρόδρομος εθαυματούργησε και τον αποκοίμησε τον Αρβανίτη. Και την τσούπα την είχαν δεμένη και τα πιδιά τα είχανε μέσα σ’ ένα μαντρί. Θαύματούργησε κι φύγανε , ήρθανε κι οι άλλη συντροφιά από το ψωμί και δεν τον ηύρανε. Και πηγαίνουν και τον βρίσκουνε μέσ’ την Προστόβα, όπου έψαχνε τα σπίτια και χλίβεται και ρίξανε και τον λαβώνουν
Χρονολόγηση
1923
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Νομός Αιτωλοακαρνανίας
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στα Μπιανά των Αγράφων είναι εκκλησιά των Αγίων Αναργύρων. Γιορτάζει το χωριό και τα περίχωρα την 1ην Νοεμβρίου. Σ’ εκείνο το παγγύρι ήρθε κι ο Πάτερ Κοσμάς κι έβαλε λόγο. Ο λαός κάθησε και τον ακουρμάστηκε. Κεί που ακουρμαίνονταν τα λόγια του ξέκοψε αολι πάνω, είναι ένας βράχος, ένα θεριό κοτρώνι κι ερχότανε κάτω. Ο κόσμος ανακατώθηκε. Κοιτάζει ο καθένας κατιπού να φύγη για να γλυτώση. Ο Πάτερ Κοσμάς τους είπε : Μείνετε, ευλογημένοι, μη φεύγετε. Δεν τ’ αφήνω το κοτρώνι, να σας πλακώση. Κι η πέτρα κυλώντας πάγαινε ίσια απάνω στον Άγιο. Αυτός άπλωσε το χέρι πέρα. Έπεσε απάνω το κοτρώνι, μα δεν τ’ άφησε να κάμη κακό. Το κράτησε αλλά τα δαχτυλά του βούλιαξαν στην πέτρα κι οι βουλιάχτρες φαίνονται ως σήμερα ακόμα. Κι όντας πήγε στ’ Άγραφα ο Πάτερ Κοσμάς, είπε πως θα περάση το βρομερό τ’ ασκέρι . Θα σωθούν τα λιθάρια απ’ τα καρφοπέταλα των αλόγων. Είπε : κι άλλα πολλά και κακά θα βρούν τους ανθρώπους, μα δεν έγιναν ακόμα όσα προφήτεψε
Χρονολόγηση
1928
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Νομός Αιτωλοακαρνανίας
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ονείρατα φαντάσματα παραμύθια ψώματα» λένε στην Κτήτη. Εν τούτοις μερικά όνεορα κάποτε επαληθεύουν. Είναι προειδοποιητικά απ’ ευθείας ή συμβολικά. Ένα όνειρο της γιαγιάς μου αναφέρω, γιατί τότε που το είδε του εδώθηκε πολλή σημασία. Κατά την επανάστασην του 1897 διηγείτο η γιαγιά μας, πως ήταν όλοι φοβισμένοι και περίλυποι και ετοιμάζοντο να φύγουν κρυφά για τον Πειραιά. Μια νύχτα είδε στον ύπνο της ένα Δεσπότη ψαρογένη μ’ ένα Ευαγγέλιο στο χέρι, όμοιον με τον Αγίο Μάρκο, ο οποίος της είπε «Μη φοβάσαι Βιτωρίτσα και η Κρήτη θα γένη αυτονομία». Επειδή εκείνη ήταν αγράμματη και δεν ήξερε τι θα πή αυτονομία επήγε στο σπίτι του ανεψιού της και του διηγήθηκε το όνειρο. Εκείνος εξήγησε το όνειρο και κατόπιν αυτού πήρε θάρρος όλη η οικογένεια και πολλοί άλλοι Ηρακλειώται. – Τον Αύγουστο του 1898 όλη η οικογένεια της μητρός μου ευρίσκεται σε χωριά, γιατί οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το σπίτι του Ηρακλείου. Μέσα σε μια βδομάδα πέθαναν όλα τα άρρενα παιδιά των Τούρκων αυτών. Μια νύχτα οι Τούρκοι εφιλοξένησαν και μια αράπισσα τούρκισσα γνωστή και της γιαγιάς μου – τη Μαυρούκα – Της έστρωσαν να κοιμηθή από κάτω από τον Άγιο Μάρκο. Η μαυρούκα, ως διηγήθη η ίδια αργότερα στη γιαγιά μας, είχε ύπνο ανήσυχο και ξαφνικά έβαλε μια δυνατή φωνή : «Σ΄΄ώστε με από τον ψαρογένη». Είχε δη τον Άγιο Μάρκο στον ύπνο της και την έδιωχνε και της είπε να πή και στους άλλους να φύγουν να μη μολύνουν το μέρος και τρομητεροί νάναι να μην βάλουν φωτιά στο σπίτι γιατί θα τους εύρισκε μεγάλο θανατικό. Οι Τούρκοι έφυγαν κι έτσι σώθηκε το σπίτι από την Μεγάλη Πυρκαϊά του Ηρακλείου στα 1898
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
Τόπος
Κρήτη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η αρχή της παρ. ανάγεται εις μύθον περί της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, η οποία ζήσασα πολλά έτη πολλά βίον ακόλαστον επεφάσισε τέλος να μεταβάλη διαγωγήν, αλλά και μετα την σκέψιν και απόφασιν δεν ηδυνήθη άπαξ έτι να ανθέξη εις τον πειρασμόν παρουσιασθείσης προς τούτο περιστάσεως, φέρεται δε ειπούσα προς δικαιολογίαν της πράξεως «ενενήντα εννέα κτλ.», ήτοι έπραξα τόσον πολλά, ώστε δεν σημαίνει πολύ αν εις ταύτα προστεθή και το τελευταίον τούτο. Εν τω βίω αυτής ως εκτίθεται εν τω Θησαυρώ του Δαμασκηνού δεν υπάρχει τοιούτο τι, φαίνεται δε ότι η παράδοσις εγεννήθη εκ του περιστατικού εκείνου, καθ’ ο η Μαρία μετέβη εξ Αλεξανδρείας εις Ιεροσόλυμα μετ’ άλλων προσκυνητών χάριν της εορτής του σταυρού ωθουμένη ούχι υπό πόθου ευσεβούς, αλλα προς άγραν νέων θαυμαστών, πραγματικώς δε κατά τον βιογράφον διέπραξε αίσχιστα κατά τον πλούν μεταξύ των συμπλωτήρων. Αλλ’ εν Ιεροσαλύμοις συγκινηθείσα εκ θαύματος αποβλέποντος εις αυτήν, ότε ηθέλησε να εισέλθη εις τον ναόν, μετανόησεν ειλικρινώς και έκτοτε διήλθε το υπόλοιπον του βίου του εντίμως εν τη ερημώ μακράν των ανθρώπων. Εν λαϊκή παραδόσει η απόφασις της μεταβάσεως εις τους ιερούς τόπους εχαρακτηρίσθη ως απόφασις μεταμέλειας, αν και αυτή συνέβη βραδύτερον κατά σύμπτωσιν, τα δε κατά τον πλούν όργια ως κατακλείς του αμαρτωλού βίου. Η παρ. επίτου καταναγκαζομένου να προσθέση και άλλο εις τα πρότερον διαπραχθέντα πολλά σφάλματα και λάθη
Χρονολόγηση
1918
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α.
Τόπος
Πόντος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στις κορυφές της Πίνδου τρέφεται με αμάραντα ένα λάφι. Εκεί κοντά του, μια θεσπέσια γυναίκα τριγυρίζει. Κανένας κυνηγός δεν βρέθηκε να κυνηγήσει το λάφι. Μονάχα ένας αϊτός τόλμησε να το γκρεμίσει. Αλλ' η γυναίκα που φύλαγε εκεί πρόβαλε και μια φλόγα φάνηκε. Τα φτερά του Αϊτού κατακαήκανε και το μεγαπούλι έπεσε στα βράχια και συντρίφτηκε. Έπειτα η γυναίκα κρύφτηκε. Ο γεροτσοπάνης έλεγε πως η γυναίκα είταν η Αγία Μαρίνα
Χρονολόγηση
1948
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
Τόπος
Τρίκαλα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όταν χάσουν κάποιο πράγμα, κλειδιά γυιαλιά ή κάτι άλλο τάζονται στον Άγιο και πολύ γρήγορα το ευρίσκουν. Ο Άγιος είναι ένας σύμμαχος και βοηθός στη ζωή των χωρικών
Χρονολόγηση
1961
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κοκολιού, Λ.
Τόπος
Κύπρος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Άγιος Λουκάς έχει κάμει 72 εικόνες, τριάντα έξε με τη Παναγία με το Χριστό και 36 σκέτη η Παναγία. Όdεν ήκαμε τσι εικόνες εκάλεσε τη Παναγία που είχε μικρό το Χριστό τότες να δή τα έργα dου αν τ'ς αρέσανε. Τότες εσηκωθήκανε οι εικόνες και τ'ς έκαμε σκήμα (σχήμα, υπόκλίσιν) κ' η Παναγία την είπενε : “Η χάρι εντουνού που σηκώνω κ' η εδική μου να 'ναι μαζί σας. Εν όσω υπάρχει ο κόσμος να ενεργούτε και να θαματουργήτε όπου βρεθήτε κι όπου σταθήτε” Αυτές οι εικόνες σκορπισμένες σ' όλο το gόσμο. Και οι Τούρκοι τσι πιστεύουνε και τσι προσκυνούνε
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Τόπος
Φιλότι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Οι δώδεκα από γρανίτην κολώνες του ναού του Απόλλωνος των πατάρων της Λυκίαςς στολίζουν τον καθεδρικό ναόν του Αγίου Κωνσταντίνου (εν Καστελλόριζω) Τες κολώνες αυτές μετέφεραν με σχεδίες (σάλια) οι κάτοικοι στα 1830 για να κάμουν μεγαλοπρεπέστερον τον καθεδρικόν ναόν των που από χρόνια είχαν όνειρον να τον χτίσουν διότι κατά την παράδοσιν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου Αγία Ελένη γυρνώντας από τα Ιεροσόλυμα σαν πήγε να εύρη τον Τίμιον Σταυρόν καθυστέρησεν εδώ από μεγάλην τρικυμίαν
Χρονολόγηση
1930
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βρόντης, Αναστάσιος
Τόπος
Νήσος Ρόδος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Λένε σ' όλη τη ζωή, μετά την ανάσταση του, δεν εγέλασε παρά μόνον μια φορά που είδε έναν άνθρωπο κι' έκλεβε ένα λαήνι και είπε : “Ο ένας πηλός κλέφτει τον άλλο πηλό”
Χρονολόγηση
1958
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κασιμάτης, Ιωάννης Π.
Τόπος
Νήσος Κύθηρα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η Αγία Λεσβία είχε κοιμηθή στην Πάρο κ΄επήγανε οι πειρατές και την κλέψανε και την φέρανε στην τοποθεσία Στάβλος και Μάραθος στη Πέρα Μεριά Ικαρίας. Την κρύψανε μεσ’ σε μιαν καμάρα (= σπηλια). Όταν την εβάλανε εκεί μέσα οι πειρατές εφύγανε κ’ εχαθήκανε. Κάποιος χωριανός εκεί πέρα είχε μια σκύλα κ’ επήγε κ’ εγέννησε εκεί στην κάμαρα την νύχτα τον ενείρευγεν η αγία Λεσβία και του έλεγε. – «Έλα να πάρης τη σκύλλα σου που εγέννησε επάνω μου». Αυτός δεν ήξερε που ήταν γεννημένη. Λοιπόν της έδεσε πάνω της άχερα για να τα μπλάζη (σκορπίζει) στο δρόμο και να την βρή που θα πάη. Όπου τη βρήκε στην κάμαρα κ’ είχε τρία σκυλιά. Τον ‘νείρεψε η αγία Λεσβία, αυτά τα σκυλιά να μην τα χαλάση γιατί μια μέρα θα του χρειαστούνε του είπε ακόμη ότι είναι η Αγία Λεσβία και βρήκε τα λείψανα. Έχτισε εκεί στην κάμαρα ένα κιβούκλιο, μικρό εκκλησάκι. Μετά θέλανε να κάμουνε πανηγύρι κ΄ εσκέφτησαν να πά να πάρουν κατσίκια. Την νύχτα αυτός που βρήκε τα οστά είχε ένα κουμπάρο και του λέει, να πάμε να πάρωμε τα κατσίκια για το πανηγύρι. Εσυνεννοήθησαν να πάνε πέρα στην Προησπέρα να φέρουν τα κατσίκια. Την νύχτα έπεσε να κοιμηθεί ο κουμπάρος κ’ επερίμενε τον άλλον κουμπάρο να ’ ρθη να πάνε για τα κατσίκια. Την νύκτα, του φώναξε ο κουμπάρος, - «σήκω να πάμε για τα κατσίκια». Λέει - «τώρα μόλις έπεσα να κοιμηθώ». – «Όχι του λέει, σήκω απάνω». Σηκώνεται ο κουμπάρος και ντύνεται. Του φωνάζει – «Κουμπάρε περίμενε με». – Αυτός έφευγε. – «Λέει του απάντεχε». Αυτός του λέει – «απαντώ» δε του ‘λεγε απαντέχω». Επροχώρησαν κ’ έφτασαν στις Κάτω Ράχες, στην τοποθεσία - «Στου Να». Όταν φτάσανε εκεί ο κουμπάρος που πήγαινε μπροστά έγινε σύννεφο κ’ εγυρεψε να τον καπακιάση να τον κχαλάση. Αυτός είδε αυτό το σύννεφο που ήταν να τον σκεπάση εφώναξε τα τρία σκυλιά, που τον είχε ‘νειρέψει η Αγία Λεσβία, να μην τα χαλάση και τα είχε ονοματίσει Τσαγκού, Περιστέρι, και Χελιδόνι. Εφώναζε τα σκυλιά - «Να Τσαγιού, να Χελιδόνι, να Χρυσό Περιστέρι». Εχύθασαν τα σκυλιά και το κόψανε αυτό το σύννεφο και το διαλύσανε. Πέφτει ο άνθρωπος αποκάτω σε μια πέτρα και πάνε τα σκυλιά και ψοφήσανε στα πόδια του. Μετά εσηκώθη και πήε στην Προϊσπέρα και ετάχτηκε όπου ξημερώθη να χτίση μιαν εκκλησία. Εκεί που ‘ξημερώθηκε έχτισε τον Άγιο Θεολόγο που είναι ως σήμερο
Χρονολόγηση
1962
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Τόπος
Ράχες Ικαρίας
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Εζ Μηνάς ήταν ο φύλακας των ζώων. Στη βοήθεια του Αγίου κατάφευγαν, για να βρούν ζώο ή αντικείμενο που τυχόν έχαναν. ίΧιτα να νάψης στον Άϊ Μηνά ένα κερί, να μην φάη ο λύκος το ζώ. Τρέχα ν' ανάψης στον Άϊ Μηνά ένα κερί, να μην φάη ο λύκος το ζώο.Ή 'α ανάψω σον Εζ Μηνά αν τσερί. 'α νdα βινέψη μbρό μου. Θ' ανάψω στον Άϊ Μηνά ένα κερί. Θα το φέρη να το ρίξη μπροστά μου, έλεγαν όταν έχαναν κάτι. Μαζί με την επίκληση του Αγίου δεν παρέλειπαν να κάνουν και μαγικούς κατάδεσμους, όπως π.χ. Το δέσιμο του ψαλιδιού, για να δεθή το στόμα του λύκου και άλλα παρόμοια (βλ. Και παραπάνω σελ. 45, σημ. 4)
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Με πάντρεψεν η μάννα μ’ πολύ μικρή. Ο αντράς μ’ ύστερ’ από λίγον καιρό πάει ΄ς τα ξένα κ’ εγώ έμεινα μόνο με την πεθερά μ’. Η πεθερά μ’ ήταν γυναίκα πολύ κακή κι’ ανάποδη. Δεν περνούσε μέρα να μη με μαλώσ΄ και κάποτε μ’ έδερνε κιόλας. Εγώ σαν νύφη καινούργια που ‘μαν, τα βαστούσα όλα και δεν έλεγα τίποτα, γιατί ντρεπόμαν κι από τον κόσμο. Μόνο’ς την μάνναν μ’ είπα μια μέρα : «Με πάντρεψες, μάννα μ’ και με κακοπάντρεψες, ψωμί γλυκό δεν τρώγω καμμιά φορά, κάθε μέρα μαλλώματα απ’ την πεθερά μ’. Και να ‘μαν και καμμιά που να μη την ακούγω και να μη κάμω και τα χουσμέτια»! Και σαν να μη μ’ έφτανεν αυτή η γκρίνια, άρχισε κι ο άντρας μ’ να ξεδίνη κεί που ήταν και να μη μας στέλν’ πεντάρα. Άκουγα από τον κόσμο πως είναι τος καλά, μα τι ήθελα τέτοια καλωσύνη αφού εγώ δεν είχα ψωμί; Και τώρα κοντά ‘ς τη γκρίνια είχαμε και τη φτώχεια. Κι η γκρίνια μας απανέβηκε πιο πολύ, γιατί όπου είναι το δε ‘ναι εκεί η’ η γκρίνια πιο μεγάλη. Δεν πέρασε πολύς καιρός και πεθαίν’ η πεθερά μ’. Τη γκρίνια δεν την είχα τώρα, μα η φτώχεια, με το σωρό. Ούτε ψωμί, ούτε φόρεμα, ούτε παπούτσι, ούτε τίποτα. Έζησα έτσι πέντε χρόνια ζωή στερημένη και κακορρίζικη. Τα βάσανα που τραύηξα ’ς τον οχτρό μου να μην τα ιδώ. Μια μέρα, ‘κει που κάθουμαν και συλλογιούμαν, μ’ ήρθε ‘ς το νού μ’ κ’ είπα : «Δεν πάγω να κάμω μια λειτουργία ΄ς τον Άη Μηνά, να τον παρακαλέσω, ίσως φωτίζ’ τον άντρα μ’ κι’ έρχεται;» Σκώθηκα λοιπόν ένα ένα, ζμώνω λειτουργείες και την άλλη μέρα πήγα. Δεν ξέρω γιατί ο Άη Μηνάς με φάνκεν πρώτα τόσο φοβερός. Μα ύστερα όσο γινόταν η λειτουργία τόσο μι φαινόνταν πιο γελαστός, και ‘ς το τέλος μι φάνηκε πολύ χαρούμενος. Και σαν τέλεψεν η λειτουργεία, πήγα, έσκυψα ΄ς ν’ εικόνα τ’ έχυσα κάμποσα δάκρυα και τον είπα μ’ όλ’ την καρδιά μ’. «Άη – Μηνά μου, ξέρεις τα βασανά και τα ντέρτια που τραύηξα και τι φαρμάκια ήππια και πίνω ακόμα. Σε παρακαλώ λοιπόν κάμε με τη χάρ’ και φέρε με τον άντρα μ’». Αυτά είπα, γιατί το παράπονο δε μ’ άφησε να πώ πλειότερα, συλλογιούμαι πως ‘ς το σπίτι άλλο αλέυρι απ’ αυτό που ζύμωσα τες λειτουργίες δεν είχα κι ούτε παράδες για ν’ αγοράσω, μόν μια δεκάρα είχα ΄ς τη τζέπη μ’. Και φουρτουνιασμέν’ κίνσα να φύγω. Έξαφνα θυμήθηκα τη δεκάρα. «Τι τη θέλω κι’ αυτήν;» είπα. Και γυρίζω πίσω, πηγαίνω ‘ς ν’ εικόνα τα’ Άη Μηνά την κολνώ και «να», είπα, «Άη Μηνά μ’, αυτή τη δεκαρα έχ’ ακόμα, πάρ’ την κι αυτήν κι ή να με φέρς τον άνυτρα μ’ ή …» Και με το παράπονο ΄ς την καρδιά έφυγα. Ύστερα που καμμιά εικοσαργιά μέρες εκεί που κάθουμαν ΄ς το σπίτι βασανισμένη, έξαφνα έρχεται μια γειτόνσα και «Κατερίνα, φωνάζει χαρούμενη, έρχετ’ ο άντρας σ’». Δεν ξέρω πως με φάνκεν εκείν’ την ώρα, μι αντράλα μ’ ήρθε ‘ς το κεφάλι και μια πάνα ‘ς τα μάτια. Τα ποδάργια μ΄ άρχισαν να τρέμν’ κι η γλώσσα μ’ πιάσκη. Δεν πίστεψα ΄ς τη γειτόνσα και «γελάς μ’ εμένα» την είπα. – Μα έβγα, Χριστιανή μ’ να ιδής, αν δεν πιστεύς εμένα, είπε, έβγα να ιδής, εγώ ήμαν ΄ς το μπαχτσέ και πέρασ’ απ’ αμπροστά μου, κ’ έτρεξα κι ήρθα και σ’ είπα. Εκεί που λέγαμε αυτά να τος και τον βλέπαμε να μπαίνη ‘ς την πόρτα. Το κορμί μ’ άρχισε να τρέμ’ κι όλο το σώμα μ’ πάγωσεν. «Ο Άη Μηνάς» είπα με το νού μ’ και να κατεβαίνουν ‘ς το μυαλό μου. «Ποιος ξέρει, έλεγα, έχει καμμιά προκοπή που ΄ρθε ή θα με δέρν’ πάλι η φτώχεια; Μα όχι, είπα αφού ξεφόρτωσε ‘ς την αυλή δυό φορτιά, θα πή πως δε θε να ‘χω πια συντροφιά τη φτώχεια» Νύχτωσε κ’ ήρθεν η ώρα να δειπνήσωμεν. – Πώς να βάλω τραπέζι; Τι να βάλω να φάγη; Ψωμί και πιπεργιές; Είναι ντροπή, έλεγα, κι εγέμιζεν η καρδιά μ’ από πίκρα. – Μα τι ντροπή; Ποιος τον φταίγη; έλεγα πάλι με το νού μ’. Τέλος έβαλα το τραπέζ’ μ’ ένα ψωμί με τεξ πιπεργιές ‘ς ένα πιάτο. Έρρηξε ‘ς το τραπέζι μια ματιά και «αυτό είναι, γυναίκα, το φαγή που θα φάμε;» με είπε. «Αυτό, είπα με μισή φωνή και δυό δάκρυα έσταξαν σαν κουμπί από τα μάτια μου. «Δεν θέλω να κλαίς μ’ είπε τότε με παράπονο, κι άρχισε και αυτός να κλαίη, δε θέλω να κλαίς, και ψωμί αν δεν μ’ έδινες απόψε, δεν είχα λόγο να σου πώ, γιατί δεν φταίγεις εσύ φταίγω εγώ που δεν φέρθηκα ‘ς εσένα, όπως θα έπρεπε. Κάθιε τώρα να φάμε τις πιπεργιές που ‘δωκεν ο θεός, και ΄ς το εξής θα ζήσης καλύτερα» Αναστέναξα βαθιά άμα μ’ είπε «θα ζήσης καλύτερα» κι αντάμα με τον αναστεναγμό μ’ εκείνον σαν να με βγήκεν ένα μεγάλο βάσανο απ’ την καρδιά μ’. «Μη αναστενάζης, Κατερίνα, μ’ είπεν, ότι τραύηξες, τραύηξες, από τώρα και πέρα να λησμονήσης τα περασασμένα και να ευχαριστάς τον θεόν και ν’ ανάψης ένα κερί μεγάλο ‘ς τον άγιο τον κανναλλάρη που έχομε ‘ς την εκκλησία μας. – Ποιόν άγιο καββαλλάρη; Και τι κερί ν’ ανάψω; Είπα, κι ο νούς μ’ πάει ‘ς τον Άη Μηνά. Άκουσε με, Κατερίνα, θα σε πώ όλ’ την αλήθεια, μ’ είπε και τα μάτια τ’ γιόμωσαν δάκρυα, φάνηκα πολύ άδικος σ’ εσένα. Άκουγα τους καυγάδες και τα μαλλώματα σας και ξεκάρδισα. Έφταιγε η μάννα μ’ που ‘ταν μια γυναίκα πολύ ανάποδη και κάθε άνθρωπος δε μπορούσε να κάμη μαζί της. Μα αφού τώρα είναι την ‘ς το δρόμο του Θεού, ο Θεός να την συγχωρέση. Θέλω να σου πώ πως εξ’ αιτίας τραυούσες και σύ. Άμα άκουσα πως πέθανεν έκαμα μια καρδιά να ‘ρθω, μα ήμαν μαθμένος εκεί, κι έπειτα δεν μ’ άφηνε και το συμφέρο μου και να σου πώ και τη μαυρ’ αλήθεια είχα άρχίσει να σε ξεχνώ, γιατί μάτια που δεν βλέπονται γλήγορα λησμονιούνται, και έτσι πάλι απόμεικα κι ούτε είχα ΄ς το νού μου για δώ. Μα φαίνεται δεν ήταν θέλημα Θεού να τραυάς ακόμα, γιατί έχεις αγαθή καρδιά, και άκουσε, Κατερίνα, από καμμιά εικοσαργιά μέρες πρωτύτερα, ένα βράδυ ‘ς τον ύπνο μ’ είδα τον Άη Μηνά απαράλλακτο όπως τον έχομε ‘ς ν’ εκκλησιά μας και μ’ είπε «Να σηκωθής να πάς ‘ς την πατρίδα σ’. Φ’ θάνει πια τι υπέφερεν η δυστυχισμένη η γυναίκα σ’». – Και ποιος είσαι συ; Του είπα – «Ποιος είμαι; Με ξέχασες; Κάθε μέρα μ’ έβλεπες ΄ς την εκκλησιά του χωριού σ’ και τώρα με ξέχασες; Είμαι ο Άη Μηνάς κι ήρθα επίτηδες να σου πώ πως πρέπει τάρα να πάς ‘ς την πατρίδα σ’ κι να δεν μ’ ακούσεις τότε …» Ξύπνησα Κατερίνα, κατατρομαγμένος κι αμέσως έβαλα τη βουλή μ’ για δώ κι ήρθα καθώς με βλέπεις. Και τώρα, Κατερίνα, μη σεκλετίζεσαι, θα περάσωμε καλά, ένα μόνο θα σε παρακαλέσω, να με συγχωρέσης γιατί τόσα χρόνια υπέφερες εξ’ αιτίας μου. Να σε συγχωρέσω; Είπα, και γιατί; Εγώ και νηστική που έμεινα και γυμνή καμμιά φορά δεν είπα για σένα λόγο κακό και σαν τραύηξα και λίγα βάσανα δεν πειράζ’ γιατί και τα βάσανα για τον κόσμον δόθκαν». «Μπράβο σου, Κατερίνα, μπράβο σου, και τα δάκρυα τ’ άρχισαν να τρέχουν σαν ποτάμι, μπράβο σ’ είσαι γυναίκα δυσκολοεύρετη, να με συγχωρέσης, να με συγχωρήσης», μ’ είπε και μ’ έσφιξε ‘ς την αγκαλιά του και τα δάκρυα τα δικά μ’, ανακατώθκαν με τα δικά του. (ξεδίνη = να εξοδεύη έξω της οικίας του, δε ‘ναι = το ούκ είναι, η πενία, ντέρτια = τούρκικη λέξη σημαίνουσα πόνον, λύπην, αντράλα = ζάλην, πάνα = αχλός πίεση).
Χρονολόγηση
1905
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ιωαννίδης, Αθ.
Τόπος
Νεάπολη, Κριμήνι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο πατέρας της ήτο ειδολολάτρης. Ήτο λεπτουργός και έκαμνεν είδωλα. Η μητέρα τςη απέθανεν ότε αυτή ήτο 5 χρονών. Από μια γυναίκα, σαν παραμάνα της έμαθε για το Χριστό κια πίστευσε Σ' αυτόν. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας της την πήρε σ' ένα πανηγύρι για να πωλήση τα αγαλματά του (ειδώλα) τα είχε σ' ένα σπίτι. Εκεί άφηκε την Μαρίναν να τα προσέχη. Αυτός επήγε να βρή αγοραστάς έξω στην αυλήν. Εν τω μεταξύ η Μαρίνα παίρνει τον γλύπτην και το σφυρί και βγάζει τα μάτια των αγαλμάτων εκτός ενός. Παίρνει τον γλύπτην και το σφυρί και τα βάζει στα χέρια του ειδώλου. Σαν έφτασεν ο πατέρας με τους αγοραστάς και βλέπει τα αγάλματα χωρίς μάτια, ερωτά την κόρη του ποιός τα έβγαλε. Εκείνη του δείχνει το είδωλο πούχε στα χέρια το γλύπτη και το σφυρί και του λέγει. - “Να εκείνο τα έβγαλε”. Τότε ο πατέρας της λέγει. “Είναι δυνατόν μια πέτρα να βγάζη τα μάτια των άλλων;” Και τότε η Μαρίνα του λέγει. - “Και γιατί πιστεύεις σ' αυτά τα είδωλα;” Ο πατέρας της τότε πάιρνει το γλύπτην και το σφυρί και τα χαλά όλα και πιστεύει στο Χριστό
Χρονολόγηση
1961
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κοκολιού, Λ.
Τόπος
Κύπρος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Οι Παναγίες που έχει ζωγραφίσει ο ευαγγελιστής Λουκάς ναστάνε το Χριστό με το δεξί τους χέρι
Χρονολόγηση
1956
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Νήσος Ιθάκη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Παρά την τοποθεσίαν Δρίτης ημισείαν ώραν από του χωριού υπάρχει μικρά εκκλησία εις μνήμην του αγίου Μάμαντος. Περί τούτου παραδίδουν τα εξής : «Ο Άης Μάμας ήτονε βοσκός κι η μάdρα dου ‘τόνε κάτω στον Dρίτη, Μίαν ημέραν ν εκατέβηκεν ένας σίφουνας μια βροχή ένα gακό και του πήρε dα ζά dου ο ποταμός. Το ‘πόμεινε μόνο ένα ζώ μ’ ένα μάτι, εν αυτί και μία ρώα βυζού. Ήβγαλε τζι βοσκοί dου να δούσι αν υπάρχουσι ζά ή τα πήρε όλα ο ποταμός. Οι βοσκοί ευρήκασιν ένα και το gράζασι, κι ως πααίνασιν απάνω εκλαίασι. Άης Μάμας τσι ‘δε πο ‘πααίνασιν απάνω με μια ζούλα και τηνε λέει ; Βρε μα είdα κλαίτεβρε, βρε, ο Θεός που τα ‘πήρεν,ο Θεός θα τα πέψη πάλι, μόνου μη gλαίτε. Μουρέ, φέρτε μου τον αρμεό. Αρμέει το ζώ κι ηρμέε gι ήρμεε κι ήρμεξεν όσο ‘άλα ερμέαν όλα dα ζά μαζί. – Θωρείτε δα, μουρέ πως ήρμεξα όσο ‘άλα ερμέαν όλα dα ζά μαζί. Σε δυό χρόνοι είχε bάλι χίλια ζά Ύστερις απέθανεν Άης Μάμας κι επειδής ήτονε καλός άνθρωπος που εκάμασιν άγιο κι εχτίσα gαι την εκκλησά στο μάζωμο dου και την έβγαλασιν «Άης Μάμας». Κατ' άλλην παράδοση “Ο Άης Μάμας” ήφυε κι εδιάβηκε στον Αζαλά. Εκεί ήκατσε κι ήβγαλε dο σουβλιάρι dου (αυλόν) κι ήπαιζε. Όλα dα ζά, που τά 'χε παρμένα ο ποταμός εξανάρθασι στο μαζωμό dου (μάζωμα) ιαυτό κι οι βοσκοί dου τόνε κάμασι άγιο. ( gράζασι = έκραζαν, ωδηγούν, αρμεός = δοχείον όπου αρμέγουν το γάλα)
Χρονολόγηση
1934
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Οικονομίδης, Δημήτριος
Τόπος
Απείρανθος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο ταξιδιώτης που ανεβαίνει τον άσπρο δρόμο προς την βάβλα θ’ αντικρύση στ’ αριστερά του, κάτω μακρυά, μερικά κάτασπρα στίγματα σαν πρόβατα σε μακρινά λιβάδια. Σαν όμως κάνη τον κόπο να κατέβη ως εκεί, θα δή ότι τα μακρινά πρόβατα είναι μικρά μικρά σπίτια, κατάλευκα και μισοερειπωμένα. Η ερημιά γύρω τα τυλίγει με την πένθιμη σιγή της, ώστε όλα εκεί, δένδρα, σπίτια, φαίνονται σαν νεκρά. Στα παλιά τα χρόνια, τον καιρόν της Τουρκοκρατίας, εδώ υπήρχαν περισσότερα σπίτια, ένα ολόκληρο χωριό, η Παρσάτα, με αρκετούς κατοίκους, Έλληνες και Τούρκους. Εργάτικοι όπως ήταν, έκαμαν δρόμους, εκαλλιέργησαν τους αγρούς και οι Χριστιανοί έχτισαν μια ωραία βυζαντινή εκκλησούλα, αφιερωμένη στην «Αγία Μαρίνα». Δίπλα στην εκκλησία έχτισαν και ένα μύλο για ελιές και τον αφιέρωσαν κι αυτόν στη χάρη της. Το εισόδημα που έπαιρναν από το μύλο το μοίραζαν στους φτωχούς του χωριού. Έτσι όλοι ζούσαν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Η ευτυχία τους όμως αυτή δεν κράτησε και πολύ. Ένας Τούρκος Αγάς, σκληρός και άκαρδος, πήγε κι εγκαταστάθη εκεί με αρκετούς δούλους. Από τότε άρχισαν τα βάσανα των φτωχών ραγιάδων. Τους έπαιρνε τα κτήματα, τα σπίτια, χωρίς καμία πληρωμή. Όποιος αντισκεκόταν, το πλήρωνε με το κεφάλι του. Στο τέλος απεφάσισε να κάμη το δικό του μύλο για να συναγωνιστή τους Χριστιανούς και να κόψη το ψωμί των φτωχών. Κάλεσε τους καλύτερους τεχνίτες κι άρχισαν να κτίζουν τον μύλο. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήταν έτοιμος. Την άλλη μέρα θ’ άρχιζε δουλειά. Ήταν βράδυ σαν γύριζε από τα χωράφια ο αγάς. Επιθεώρησε τον μύλο, ήταν γεμάτος από άγρια χαρά, πήγε να κοιμηθή για να είναι την άλλη μέρα ξεκούραστος στη δουλειά. Όλα κοιμούνταν στο χωριό … Όλα ήσυχα, όλα βουβά … Μόνο το χλωμο φεγγάρι ταξίδευε στα ουρανια ύψη, δίνοντας σ’ όλα, σπίτια, δένδρα, νερά ένα απάλό χρυσό χρώμα. Ξάφνου, κάτι σαν αστραπή φώτισε γύρω την πλάση, και μέσα σ’ αυτή την ουράνια λάμψη μια θεία γυναίκα, ντυμένη στα χρυσά, περπατούσε αργά αργά προς το σπίτι του αγά. Μπήκε στο μύλο μέσα όπου κοιμόταν ο Τούρκος για να τον φυλάει. Έβγαλε ένα χρυσό στιλλέτο, επλησίασε προς τις μυλόπετρες και τις έκοψε στα δυό. Ο Αγάς έντρομος σηκώθηκε. Είδε τα’ άγρια όνειρα του να σβήνωνται, αλλά δεν κατώρθωσε από τον φόβον του να ούτε μια λέξη ν’ αρθρώση. Μόνο παρακολουθούσε με ολάνοικτα από το φόβο μάτια την θεία αυτή γυναίκα, ως ότου χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας. Τότε μόνον κατώρθωσε να φωνάξη τους δούλους να ετοιμάσουν τα πράγματα για να φύγουν μια ώρα νωρίτερα από εκείνο το χωριό της «Αγίας Μαρίνας». Κατά την αυγή, το τελευταίο αστέρι είδε από τα ύψη που βρισκόταν ταπεινό και σκυθρωπό τον σκληρό Τούρκο ν’ αφήνη πίσω του τα σπίτια του χωριού και να φεύγη για την πατρίδα του. Οι πρώτες χρυσές αχτίνες του ήλιου βρήκαν τους Χριστιανούς ελεύθερους να δοξολογούν την Αγία Μαρίνα για το θαύμα της
Χρονολόγηση
1957
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Μυλωνάς, Κωνσταντίνος
Τόπος
Κύπρος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Είχαν ονειρευτή πολλές γυναίκες τον Αγ. Μάρκο, που τους ζητούσε να χτίσουν εκκλησία. Το 1957 αρχίσανε να σκάβουνε και βρήκανε ένα κεφάλι κι ένα κουτάλι, που μεταλαβαίνει ο παπάς. Και λένε πως ήτανε τ' αγίου Μάρκου. Ευρήκανε κι άλλα καντήλια δίπλα στα κεφάλια τους. (Έρανο στα χωριά). Όχι ευαγγελιστής αλλά νέος άγιος.(Ανθηρό)
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Λουτρά Σμοκόβου
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
1759, Ιουλίου 8 της Αγίας Κυριακής, ήρθαν να μας πάρουν σκλάβους και εφύλαξαν όλη την ημέρα. Και την παραμονή του Αϊλιός μας πήραν τα πηδιά σκλάβους. Κυριακή ημέρα τα πήρανι, την τσούπα του Ψαρού και το αδέλφι της και τον Καραβιά. Και την τετράδη ο Θεός τα ξεσκλάβωσε. Και ο Μπραχός τα πήρε, και τα επιάσανε στις Γούρνες και τα πήραν και τα πήγαν εις την Προστοβά (χωριό του Αποκούρου, σημ. ημ.) απουκάνου και τη νύχτα περπατούσαν και την ημέρα τους βάνανε στον ήλιο και τρείς ημέρας έκαμαν χωρίς ψωμί και οι Αρβανίτες και τα παιδιά όσο που αμπαηλίσανε από την πείνα και τότε εμηνύσανε και πήγανε δια ψωμί και αφήκανε τον ένανε και τους φύλαγε και ο μέγας Πρόδρομος εθαυματούργηση και τον αποκοίμησε τον Αρβανίτη και την τσούπα την είχανε δεμένη και τα παιδιά τα είχανε μέσα σε ένα μαντρί. Θαύμα κι εφύγανε , και πάνε κι οι άλλοι σύντροφοι από το ψωμί και δεν τον ευρίσκουνε και πηγαίνουν και τον ευρίσκονε μέσ’ την Προστόβα, όπου έψαχνε τα σπίτια και εχλίβεταν και ερρίξανε και τον σκότωσαν
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Νομός Αιτωλοακαρνανίας
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ανάμεσα από παμπάλιες κρτανιές κι’ άλλα δέντρα, υπήρχε αρχαία εκκλησία αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου. Η παράδοση αναφέρει ότι στη γιορτή του Αγίου, οι Χωριανοί πηγαίνανε στην εκκλησία καβάλλα. Σήμερα δεν υπάρχουν παρά ερείπια και παμπάλαια δέντρα με σιδερένιες κρικέλες στο κορμί τους. Σ’ αυτές οι χωριανοί δένανε τ’ άλογα τους. Η παράδοση αναφέρει ότι οι Πλοπιώτες είταν πλούσιοι χάρη στα εμπόρια και τις άλλες δουλειές, που κάνανε ταξιδεύοντας στην Πόλη
Χρονολόγηση
1948
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
Τόπος
Τρίκαλα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Παράδοσις Θρακική περί του Αγίου Κωνσταντίνου και μιας πέτρας του Αγίου εξώθι της Γκιουμουλτζίνας
Χρονολόγηση
1922
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κυριακίδης, Σ.
Τόπος
Θράκη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όταν ο άγιος Λάζαρος ζούσε στη Λάρνακα, όλη η περιοχή που είναι σήμερα η αλυκή ήτο ένα ολοπράσινο και πυκνόφυτο αμπέλι. Ιδιοκτήτης αυτού ήτο μια γριά, η οποία όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια κατά την εποχή τους συνήθιζε να μένη στο αμπέλι της. Μια μέρα που τα σταφύλια ήσαν πια ώριμα, ο άγιος Λάζαρος έκανε τον περίπατο του έως το αμπέλι. Όταν έφθασε, ζήτησε από την γριά να του δώση λίγο σταφύλι για να ξεδιψάση και να δροσισθή μετά από τον μακρυνό περίπατο. Η γριά του απήντησε ότι το μέρος εκείνο παράγει μόνον άλας και τον έδιωξε. Τότε ο άγιος Λάζαρος φεύγοντας της είπε : «Μακάρι μονάχα άλας να παράγη το κτήμα σου, κυρά μου». Και από τότε ξεράθηκε το αμπέλι και στη θέση του σχηματίστηκε η αλυκή
Χρονολόγηση
1956
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κολοκασίδης, Μάριος Ε.
Τόπος
Κύπρος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια βολά παιδάτσι μου ένας καπετάνιος που τόνε λέγανε Διολή μα τώρα κοντά δεν είχε 25 χρόνια,ταξίδευε με το καίσι του στο πέλαγο πέραστ’ πότες καβσμαγκά,τσευ πήγαινε όλο κοντά βασιλεύγει ο ήλιος σηκώθη ‘νευς τσακρός ζαβός που δε ντου εύρητσε όλη τη νύχτα ούτε πανί μήδε τιμόνι,μα τσαι που ξημέρωτσε ο θεός την ημέρα.Τα ίδια τσαι χειρότερα χωρίς τιμόνι τσαι πανιά το πήγαινε ο Τσακρός όπου ήθελε πάς τσαι τσείνη ημέρα πάτι η άλλη νύχτα τα ίδια τσαί χειρότερα, μπουρίν τσαι βοργιάς,τα’ ο χαλασμός του κόσμου,λύσσαξε η θάλασσα πευδότσι μου τσαι τεν τσούματα ξεπερνάνε τ’ολόμαυρο καίτσι πάνω τσαι πάνω τσαι πέρα,πέρα απελπιστήκανε πλιό σι ναύτες τσαι ο καπετάνιος,τσαι δεν είχανε καμμιά ελπίδα παρά ‘πο το θεό γιατί λίπανε τσαι κάκται εύλονε τρείς μκρους αδιάσπα.πετάνε τσαι κανένα άλλοτε τρείς μέρες αδιάκοπα ; πέτανε πλέο τα’ειμυμούρητα τσαι προστουνάνε τσαι μυρολογάνε τα πεκδάτσια τωνε τσαι τις γυναικούντες τωνε ούτε ξέρεκε που πηγαίνανε ούτε καταλαβαίνανε που βρησκοντήσανε,γιατί δε λέπανε άλλο παρά ουρανό τσαι θάλασσα μου έλεγε δι αυτώ μεταξύ της αφηγήσεως της πούτο είχε γησμένο παιδάτσι μου δεν είνε παραμύθι,ο Διολής ζή τσαι βασιλέυσει στ’Αμπελάτσι της Κούλουρης,είκ τσαι πένεις τσαι τσιε ρωτάεις λοισού σαν μ’πηγαίνανε τρείς μέρες όλο γ’κατήφορο αφεντία τσαι απελπιστήκανε,θυμήθητσε ο Καπετάνιος τσαι ‘’Άγιε μου Διονύση που είσ’ακόμη αζευχτός στην Ζάκυνθο,γλυτόνε μας τσαι θα έρθωμε να σε προσκυνήσωμε όλοι καθώς είμαστε που μέσα τσαι ΄πο μια λαμπάδα ίσια με το μούσι μας.Τη νύχτα σα συνθάμπωσε λέγανε τσαι που τους πηγαίνανε τα Τσούμοντα τα λυσσασμένα,σαν να σηρντίκανε (διέκρινα)ξερο βράχο τσαι είσανε έτσι καθώς μας πάκτα Τσούμεντα τσει ο Τσακρός θει μας στιρρπίση πάνω στα βράχια,παρά άς κατεβάσωμε τη βάρκα είπε ο καπετάνιος τσαι ας μπούμε όλοι μέσα τσαι με τα κουπιά,θα μπορέσαμε να πεταχτούμε καλλίτερα όξω,τσαι έτσι πράγματι κάμανε αλλ’άμα μπήκανε παιδάτσι μου μέσα στη φελούκα βγήκανε στην παράμερο μέρος στ’άμμοι καθαρό τσαι βγήκανε με τόση ευκέρια,τότες παρατήκανε τη βάρκα στην άμμο τσαι ανεβήκανε το βράχο,βράχο τσα ιδόνε που βρισκόντουνε τσαι με ποίους άγριους θα έχουνε να κάμονε γιαντί λέγανε πως θα ίντονε κάντω τσείθε,παιδάτσι μου,πως το λένε που έκει αράπηδες,εις την Αφρικήν της είπα εγώ,ναι παιδάτσι μου τότες λέγανε πως τους πήγε ο Τσακρός τρείς μέρες τσαι τρείς νύχτας καμμιά βολή λέπη κ μια φωτιά,τσαι είπανε μοναχοί τωνε,ότι πάμε τσαι ότι γείνη ας γείνη μεύς τα’ετος χαυμένη. Τσ’ έτσι εγυγμένοι,τα’έτσι που είμαστε βρεμμένοι μούστεμα θα μαργώσωμε εξάπαντος.Τσίκανε καμμιά βολή τσαι πάνε στη φωτιά ντουγρού. Έτσι λεύσανε ένα γέρο μέσα στην καλύβα στο ναίμι(=καλύβης μικρά)τσες είχε ανεμμένα φωτιά τσαι καθώτενη καγνω πέρα του λέες,γέρο,καλώς τα παιδιά,ελάντε μέσα,ποπου ερχόσαντε ; Του ενώπανε τότες όλα τα μαντάτα τσαι της έδωτσε τσαι φεύγανε τσαι τζαγνίκανε στη παραφωτιά.Ύστερα από όλα τσείνα τσίο ρωτήκανε σε πιο τόπο βρισκόντανε.Τότες τους είπε ο γέρος ότι είνε στη Ζάκυνθο,αφ’ου ζαγνίκανε καμμιά βολά,γύρευε να πλαγιάση γιατί είχανε τρία μερόνυχτα να κλείσουνε μάτι.Την αυγή σαν ξημέρωσε ο Θεό την ημέρα σηκωνόντουνε,τυράξανε από δω, ψάχεστε από τσει,πουθενά ο γέρος καμμιά είσανε δε μ’πάμε να ιδούμε το καίτσι μας πόσα τρίψαλλα θα είκε γισμένο στη βράχια ‘πο την ορμήν που το’φερνε ο Τσακρός ;πάνε στα κρογιάλι τσαι τι να ιδούνε,παιδόντσι μου ; λείπονε το καίτσι απείραγο τσαι αραγμένο με την άγκσρα σε τσείνης την άμμο που βγήκανε με τη βάρκα,στη σηκωνούντονε τσει πέρνουνε τη βάρκα τσαι μπήκανε στο καίτσι τσαι καθώντανε στη μέη λένουνε τα πανιά,τσαι καθώς λένονε τσαι του τσάκρο ωρίμο αυτζάνε τα πανιά τσε ήρθανε στη μ’πατρίδα τους.Τσαι όλοι είπανε ότι εκείνος ο γέρος ήτανε ο Άγιος Διονύσης,προστωνούμε τότε, πευδάτσι μου,που τόνε καλεκάνε για συνδρομή τσαι όντως ήρθε η μνήμη τον σηκωθήκανε τσαι πήγαινε ότσι στις Ζάκυνθο τσαι τόνε προσκυνήσανε με καλάμαντα βροχή τσαι με λαμπάδες ίσια με το μυνίτσονε.Τσαι πήγανε τσαι ηύρανε το μέρος που σταθήκανε τσαι ούτε καλύβια ήττανε τσαι ούτε κανένας γέρος καθώτανε ποτές ετσεί.Ήτανε ο Άγιος παιδάτσι μου έτσι την είπανε,τσαι στ΄Ζακυνθεανσί,που είχε φανερωθή στ’άλλις φύρα,στ’άλλους πάλι πλιγμένης.Άς έχωμε,παιδάτσι μου την ευχή του,τσαι εγώ καλεί ψυχεί.
Χρονολόγηση
1914
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σταμπόλας, Π.
Τόπος
Μέγαρα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όταν κίνησαν οι Τούρκοι απ' τη Λιψίστα για τη Σιάτιστα κι φτάσαν στη Βογγίτσα, τους παίρναν φέξις κι γλιέπαν ασκέρια που 'ρχουνταν απανωτοίς. Κι έτσι μας γλυτώσανι τα Βακούφια, που είνι γιρά. Του ίδιου κι άλλη μνια φουρά στα πενίντα εφτά μαε γλύτωσι ου αη Μηνάς, που πάαινι μπροστά καβαλλάρ'ς, κι τα άλλα τα Βακούφια απ' τους Αρβανίτις (Λιψίστα και Λαψίστα είναι η Ανασελίτσα. Βρογγίστα είναι χωρίον κατοικούμενον υπό Βαλαάδων και κείμενον εις απόστασιν ημισείας ώρας από της Σιατίστης. Τους παίρναν φέξις = εθάμβωνοντο. Γλιέπαν ασκέρια = επάθαιναν οφθαλμαπάτην, νομίζοντες οτι υπήρχοντο εναντίον στρατεύματα. Βακούφια γερά λέγονται τα εξωκκλήσια, άτινα ως στέφανος περιβάλλουν την πόλιν και εις την θαυματουργόν των οποίων συνδρομήν η ευλαβής γραία αποδίδει την σωτηρίαν της πόλεως. Άη Μηνάς είναι ο πολιούχος άγιος. Η αναφερομένη επιδρομή των Αλβανών είναι πιθανώτατα, η τέταρτη εκ των υπό του κ. Λαζάρου αναφερωμένων. Βλ. Μακεδ. Ημερ. 1911, σελ. 147)
Χρονολόγηση
1918
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Καψάλης, Γεράσιμος
Τόπος
Μακεδονία
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Εις το Μικρόν Ελευθεροχώριον υπάρχουσι τα ερείπια μιας εκκλησιάς. Άγιος Κυπριανός ονομάζεται. Πανηγυρίζουν την 8ην Ιουνίου. Άνθρωπος άγιασε εδώ λέγουσι, ποιμήν το επάγγελμα, ουδένα άνθρωπον άφηνε να περάση χωρίς να τον περιποιηθεί και να τον ελεήση. Άγνωστον το ονομά του. Το όνομα Κυπριανός, επέκτησε από τα πολλά κυπριά (κουδούνια που είχαν τα προβατά του. Έζησε πολλά χρόνια. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του εμοίρασε το βιός του στους φτωχούς και ο ίδιος ασκήτεψε εκεί όπου είναι τα ερείπια της εκκλησίας του
Χρονολόγηση
1953
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κυρίτση, Γλυκερία
Τόπος
Μικρό Ελευθεροχώρι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Μέγας Κωσταντίνος ήτονε λουβιάρης κι ότι γιατρικά γκιάν ήκανε δεν εμπόριενε να γιάνη. Μιαν κοπανιά του ’πανε οι γιατροί να βρη σαράντα κοπέλια να τα σφάξη, να λουστή και με το αίμα ντους . Οι μανάδες των κοπελιώ επήγανε απόξω από το παλάτι ντου κι εκλαίγανε κι εφωνιάζανε να λυπηθή τα παιδιά ντους. Ο Κωσταντίνος ήκουσε τσι φωνές κι ερώτηξε ίντα τρέχει; ποιος είναι απού φωνιάζει; Και του λένε: Είναι οι μανάδες των κοπελιώ που δα σφάξωμε. - Να μην τα σφάξετε! Παρά να χαθούνε σαράντα, ας χαθώ εγώ. Κι αφήνει τα κοπέλια και μισεύγουνε. Ως εκειονά τον καιρό ο Κωσταντίνος ήτονε ειδωλολάτρης κι εκυνήγανε τσι χριστιανούς και πολλοί εχώνουντανέ να μην τζι βρη. Μα σαν είδε δα ο θεός πως εφέρθηκε καλά στα παιδιά και δεν τάσφαξε τον ελυπήθηκε και πέμπει έναν άγγελο στο όνειρο ντου και του λέει: «Ο Πατριάρχης ο Σίλβεστρος, που κυνηγάς, χώνεται στον τάδε σπήλιο, μόνο να πας να τόνε βρης κι αυτός δα σου πη ίντα δα κάνης». Την ίδια βραδιά επήγεν ο άγγελος και στον πατριάρχη το Σίλβεστρο και του ’πε πως δα πάνε στρατιώτες του Κωσταντίνου να τόνε γυρεύγουνε, μόνο να μη χωστή. Σηκώνεται κιόλας την ταχινή ο Κωσταντίνος και καλεί τσι στρατιώτες του και τώσε λέει: «Στον τάδε σπηλιό χώνεται ο Σίλβεστρος ο πατριάρχης, μόνο να πάτε να μου τόνε φέρετε. Πάνε οι στρατιώτες κι εφωνιάζανε: «Σίλβεστρε, Σίλβεστρε!». Ακούει τσις αυτός και παρουσιάζεται. Λέσιν του αυτοί: - Ήπεψε μας ο Κωσταντίνος να σε πάρωμε να σε πάμε στο παλάτι ντου. Εκλούθαν ντους ο Σίλβεστρος και πάνε στο παλάτι. Ο Κωσταντίνος του λέει: «Είδα όνειρο πως εσύ δα με γιατρέψης». – «Ναι! μπορεί να σε γιατρέψω, μα δα κάνης μιαν εβδομάδα ελεημοσύνη. Να καλέσης τσι φτωχούς του τόπου και να τώσε μοιράζης ρούχα, φαγιά, λεφτά, για να σε γιατρέψω». Κάνει το κιόλας ετσά ο Κωσταντίνος. Εκάλεσε τσι φτωχούς του τόπου και τους εμοίρασε ότι μπόριενε. Στην εβδομάδα απάνω πάει ο Σίλβεστρος και τόνε βαφτίζει και πομένει η λέπρα στην κολυμπήθρα και καθαρίζει το σώμα του. Ετσά γίνηκεν ο Κωσταντίνος χριστιανός
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Άγιος Κοσμάς είναι σαν τον Χριστό και πήε στο Ελεύτερο (χωριό) επάνω και κοιμήθ'κε. Το πρωΐ σηκώθ'κε και τι 'λειπαν τα παπούτσα. Κι αυτός τ'ς καταράστ'κε κ' τ΄ς είπε : “Ξυπόλητοι να περπατάτε, κι όσα στρατέματα να περνούν, φωτιά να σας βάνουν”. Κι αλήθεια είναι ξυπόλητοι, παπούτσ' δεν βάνουν. Το 1912 τ'ς ξεπαστρ'ψαν, οι Ιταλοί τ'ς έκαψαν το '17, το '43 οι Γερμανοί πάλι φωτιά τσ' έβαναν
Χρονολόγηση
1953
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Τόπος
Κόνιτσα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στον Άσσο π.χ. Κάποτε ένας ζευγίτης έκανε χωράφι την ημέρα της Αγίας Μαύρας και περνώντας ένας άλλος απ' εκεί τον ρώτησε : “Τι κάνης γέμ' σήμερα χωράφι δεν ξέρεις οτι είναι η γιορτή βαρειά δεν άκουσες την καμπάνα, δεν άκουσες που φώναξε ο κήρυκας εφές το βράδυ που τον έβγαλέ ο Παππάς οτι είναι της Αγίας Μαύρας;” ο ζευγίτης απήντησε : Αχ καϋμένε μαύρα έχω και εγώ τα βόδια μου και δεν αποτελείωσε την κουβέντα του ο ζευγίτης και τα βόδια ψώφησαν
Χρονολόγηση
1963
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κολιός, Γεώργιος Χ.
Τόπος
Άσσος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η Αγία Μαρίνα είναι για τα όνειρα. Βαστά το διάβολο από τα κέρατα. Η Αγία Μαρίνα με το καλάθι της πηγαίνει και διαλέγει ρόγες από τα σταφύλια
Χρονολόγηση
1961
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Τόπος
Άβδηρα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×