Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
Αρχική σελίδα
Τύποι τεκμηρίων
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
Λαϊκές Παραδόσεις
Ανακαλύψτε
7.669 λαϊκές παραδόσεις
Αναζήτηση
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
1 - 30 από 7.669 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Τίτλος (αλφαβητικά)
Μια γρηά είχε το παιδί της άρρωστο. Τότε εφώναξε ένα γειτονόπουλον της ιδίας ηλικίας με το δικό της, δήθεν δια να παίξουν. Τότε επήρε το κόσκινο το έβαλε στο κεφάλι του ξένου παιδιού. Μετά έρριξε μέσα στο κόσκινον στάχτη και νερό και τα εκοσκίνησε πάνω από το κεφάλι του. Έτσι το ξένο παιδί επήρε την αρρώστια του δικού της παιδιού και μετά από ολίγες ημέρες απέθανε. Το δικό της παιδί έγινε τελείως καλά
Χρονολόγηση
1964
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
Τόπος
Φλώρινα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Εν Σιγείω αποδίδουσι τοις άθλους [των παραδόσεως Καλαφατλή και το λισγάρι] εις στρατηγικούς λόγους δια την πολιορκίαν της Τροίας και προσθέτουσιν ότι μία γραία Τρωαδίτισσα δια να ματαιώση την επιτυχίαν των άθλων τούτων, μετέβαινεν αλληλοδιαδόχως εις ένα έκαστον των αναλαβόντων την διεξαγωγήν αυτών και τω έλεγεν ότι ο άλλος εξετέλεσε τον άθλον του και τοιουτοτρόπως έσκασαν όλοι καθόσον ο βασιλεύς των Ελλήνων είχε ορίσει εις τον πρώτον αποπερατώσαντα έπαθλον και δεν κατωρθώθη δε η επιτυχία των σχεδίων των στρατηγικών. (Φαίνεται δε ότι και η αποπερατωθείσα καμάρα (υδραγωγείον) είχεν ελλείψεις τινάς)
Χρονολόγηση
1914
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη
Τόπος
Τροία
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Πολιούχος άγιος της Γιαλούσας είναι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, του οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με το χωριό. Είναι ο άγιος, ο οποίος κατά τον καιρόν την Τουρκοκρατίας με τα θαυματά του έσωσε το χωριό από τους Κατακτητές Τούρκους. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβον την Κύπρον, έστειλαν και στην Γιαλούσα μερικούς τεχνίτες να ρίψουν το καμπαναριό της εκκλησίας και να το μετατρέψουν σε τζαμί. Αλλά ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν τους άφησε να μολύνουν με τα χέρια τους τον ναόν του. Και ενώ ένας από αυτούς χαλούσε το καμπαναριό, ο άγιος τον πέταξε στη θάλασσα και τον έκαμε πέτρα. Άλλη παράδοσις λέγει ότι εστάλη ένας Τούρκος να πάρη από την αγία τράπεζα τα δισκοπότηρα. Ο Τούρκος τα επήρε, αλλά μόλις βγήκε έξω από το ιερό, η γη άνοιξε και τον κατάπιε. Έπειτα από αυτά οι Τούρκοι δεν ξαναπάτησαν το πόδι τους στη Γιαλούσα, γι’ αυτό στο χωριό αυτό δεν κατοικεί κανένας Τούρκος μέχρι σήμερα. Γιαλούσα = Κύπρος
Χρονολόγηση
1954
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χατζινικολάου, Χ. Π.
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στο Κλεινοβό υπάρχει παράδοση, πως ένα παιδί που επεχείρησε να περάσει τον κατεβασμένο – πλημμυρισμένο ποτάμι, τον Κλεινοβίτη και παρ’ ολίγο να πνιγεί, σώθηκε από ένα άγνωστο του παππού. Όταν πήγε στο χωριό, το ρωτήσανε τι άνθρωπος είταν εκείνος, που το έσωσε. Το παιδί έλεγε μονάχα ένας γέρος όταν. Όταν όμως το παιδί είδε την εικόνα του Αγίου Βησσαρίωνα γιομάτο χαρά φώναξε : Να, αυτός είταν, αυτός είταν. Στο σπίτι του παιδιού βρισκόταν η λειψανοθήκη του Αγίου. Το θαύμα της διάσωσης του παιδιού, αποδόθηκε στην ευτυχή αυτή σύμπτωση
Χρονολόγηση
1948
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
Τόπος
Τρίκαλα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Λέγανε πως ο Άι Αντώνης έμπασε το διάβολο μέσα στο μπρίκι και τον έσκασε. Ο διάβολος ήταν υπηρέτης τ’ Άι Αντώνη κι εκτελούσε τις διαταγές του. Στη λειτουργία ήταν πάντα μαζί του. Όταν ο Άι Αντώνης έβγανε τ’ Άγια, ο διάβολος πήγαινε κοντά. Κάποτε όμως εκεί που γύριζαν τ’ Άγια, με πονηριά έφευγε κι έβγαινε έξω από την εκκλησία. Έφυγε έτσι κρυφά μια δυο… πέντε φορές. Ο Άι Αντώνης τον έπιασε κάποτε από το χέρι και του είπε : κάτσε εδώ. Δεν ήθελε να μείνη. Τον έμπασε τότε μέσα σ’ ένα μπρίκι, τον έστησε κάτω και γύρισε τ’ Άγια πάνω από το κεφάλι του. Έσκασε ο διάβολος από το κακό του.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στο παλιό καιρό ένας Τούρκος κ’ ένας αστροπαλίτης, και οι δύο καπετάνιοι, έβαλε στοίσημα ο αστυπαλίτης καπετάνιος με τον Τούρκο καπετάνιο πως δεν ζούνε οι όφιδες στο νησί γιατί ένας παλαιός Άγιος, ο Άθιμος καταράστηκε να μην υπάρχη όφις πάνω στην Αστυπαλιά και όφιδες να είν’ οι αθρώποι, όπως τσ’ είναι. Λοιπό ο Τούρκος έν (δεν) το πίστευγε τσαί ‘βαλά το στοίσημα τσ’ ήφερε μια κάσα όφιδες από το Πετρούμι (Αλικαρνασσός). Άμα τσ’ ήβγαλε όξω στον άμμο ευτύς εψοφήσανε ούλτοι (όλοι). Άθιμος = Ιδρυτής της γυναικ. Μονής της Πορταϊτίσσης
Χρονολόγηση
1957
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Τόπος
Νήσος Αστυπάλαια
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο λαός θεωρεί τον Άη Βασίλη ως αλάνθαστο δείχτη της τύχης. Είναι ο άγιος, που ορίζει τον τυχερό της χρονιάς και ο μεγάλος και καλός παππούς των παιδιών
Χρονολόγηση
1951
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τούμπας, Κ.
Τόπος
Μέτσοβο
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Περί του βίου του πολιούχου της Βέροιας θαυματουργού αγίου Αντωνίου του νεωτέρου αναγράφονται εν τη ακολουθία αυτού [Έκδοσις γ’ (1894)]τάδε «Μήπω καθαρώς την παιδικήν ηλικίαν υπερβάς, έρωτι θείω τρωθείς και πάση τρυφή και ματαιότητι του βίου χαίρειν ειπών το κατά την Περαίαν του παραρρέοντος ποταμού μοναστήριον καταλαμβάνει …» και περαιτέρω περί του τρόπου καθ’ όν έζη «Σπήλαιον ευρηκώς, δεινώς άβατον, εν ω πάσης συνουσίας έρημος ανθρωπίνως εβίωσε πεντήκοντα έτη ταις περιπεφυκυίαις βοτάναις και ύδατι ποταμίω χρώμενος…»Περί δε των δοκιμασιών ας διήλθε μονάζων και ας διηγείτο ο άγιος εις τινά ιερέα, αναγράφεται ότι ο Πειρασμός εδοκίμασε να φοβίση τον Άγιον και αναγκάση να καταλίπη το μοναστήριον του, υπό μορφήν ληστών, άγριων θηρίων και εξογκώσεως του ποταμού. Περί της ανευρέσεως του νεκρού του υπό κυνηγών αναγράφονται τάδε : «… Οι κυνηγοί ορώσι χείρα νεύματι προς εαυτήν μετακαλουμένην…» και ότι υπό της χειρός ταύτης οδηγούμενοι οι κυνηγοί ήλθον εις το σπήλαιον και εύρον τον Άγιον νεκρόν και λυχνίαν υπέρ αυτόν ημμένην. Και περί μεταφοράς του νεκρού ότι έζευξαν «απειροζύγους βούς», αίτινες έφερον τον νεκρόν υπ’ ουδενός οδηγουμέναι εις την πάτριον οικίαν, ήτις έκειτο ένθα νυν ανεγείρεται ο προς τιμήν του αγίου ναός, και ότι ούτως έληξεν ο αγών περί της κατοχής του αγίου μεταξύ Βέροιας, της ιδιαίτερης πατρίδος του άγιου, και των χωριών της Περαίας, άτινα διημφεσβητούν την κατοχή του αγίου, διότι είχε μονάσει εν μοναστηρίω της περιοχής των. Ταύτα περίπου εν περιλήψει αναγράφει ο Συναξαριστής. [Συναξαριστ. Νικόδημου Β’, σελ. 36] Η δημώδης όμως παράδοσις προσθέτει, νομίζουσα ότι περιβάλλει με μείζονα αίγλην τον άγιον, ότι η έρις ηγέρθη ούχι μεταξύ των άσημων χωριών της Περαίας και της Βέροιας, αλλά μεταξύ των πόλεων Ναούσης και Βέροιας κατά την μίαν παράδοσιν και μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βέροιας κατά την ετέραν παράδοσιν. Δια της τελευταίας παραδόσεως ετυμολογούσι και τα ονόματα χωρίων τινών της υποδιοικήσεως Βέροιας αφηγούμενοι, οι ακολουθούντες ταύτη τη παράδοσει, ότι απεφασίσθη υπό των εριζόντων περί της κατοχής του αγίου να τεθή ο νεκρός επί διτρόχου αμαξίου, εις το οποίον να ζεύξωσιν «απειροζύγους βούς», και ν’ αφήσωσι ταύτας να διευθύνωνται εις την πορείαν των κατά θείαν βούλησιν. Ο νεκρός, κατά την ειρημένην παράδοσιν, εφέρετο κατ’ αρχάς παραλλήλως προς την δεξιάν όχθην του Αλιάκμονος μέχρις ενός σημείου, ένθα αι απειρόζυγοι βόες διέβησαν τον ποταμόν. Εις το μέρος εκείνο, επί της αριστεράς όχθης του ποταμού, εκτίσθη, προσθέτει η παράδοσις, χωριόν ονομασθέν Διαβατόν εις ανάμνησιν του ιερού γεγονότος. Εκείθεν η σορός του αγίου εφέρετο κατ’ ευθείαν προς την Θεσσαλονίκην, αλλ’ απροσδοκήτως εσχηματίσθη υπό των βοών, φωτισθεισών υπό του αγίου, μια κουλλούρα, εκεί ένθα είναι κτισμένο το χωριό Κουλλούρα, ονομασθέν και τούτο ούτως προς ανάμνησιν του ιερού γεγονότος και ήρχισαν να διευθύνωνται αυταί κατ’ ευθείαν προς την Βέροιαν, εις την οποίαν έφθασαν αφ’ ού έκαμαν ένα σταυρόν εκεί που είναι κτισμένο το χωριόν Σταυρός, [Παρά τω λαώ παρατηρείται η τάσις της αιτιολογίας του ονόματος των χωρίων δια παραδόσεων βλ. κ. Λαογρ. Δ, 425, κέξ. Πολίτου Νεοελ. Μυθολ. 299] και τούτο ονομασθέν ούτως προς ανάμνησιν του ιερού γεγονότος, και πέρασαν από το χωριόν Καρατζαλή, όπου μέχρι σήμερον ο ευλαβής χριστιανός βλέπει επί ενός μαρμάρου τα ίχνη των τροχών του αμαξίου και των ποδών των βοών. Όταν έφθασαν αι βόες εις την Βέροιαν, διηυθύνθησαν εις την πατρικήν του αγίου οικίαν και εστάθησαν υποκάτω μιας μαυρομουριάς , παρά την οποίαν ανηγέρθη ο φερώνυμος του αγίου ναός. Η μαυρομουριά πρό ολίγων ετών εξέλιπε. Ούτως οι ευλαβείς κάτοικοι της Βέροιας συνέδεσαν την κτίσιν των ειρημένων χωριών προς τον θαυματουργόν πολιούχον άγιον, καίτοι του μέν χωρίου Διαβατού το όνομα οφείλεται αναμφισβητήτως εις τον παρ’ αυτόν πόρο του Αλιάκμονος, δι’ ού επικοινωνούσιν οι κάτοικοι των πεδινών χωριών της υποδιοικήσεως Βέροιας μετά των κατοίκων των προς βορράν χωρίων της Πιερίας, άτινα αποτελούσι την εν τω Συναξαριστή επονομαζομένην Περαίαν, του δε της Κουλλούρας εις τον παρ’ αυτήν ελιγμόν του Αλιάκμονος, όστις έχει σχήμα περιβολής, σχήμα αμετάβλητον από πολλών ετών τηρούμενον, ως εμφαίνεται εκ τε των άλλων γεωγραφικών χαρτών και των ακριβέστερων χαρτών του αυστριακού και του ελληνικού επιτελείου. Το όνομα του χωριού Σταυρός, εν ω σταυρικόν μαρτύριον διήλθομεν κατά τον Οκτώβριον του 1915, πεζή εκ Θεσσαλονίκης εις Βέροιαν μεταβαίνοντες, επί τέταρτον της ώρας διερχόμενοι βορβόρον βάθους 1 – ½ μέτρου, πιθανώτατα προήλθεν εκ τινός ναού του τιμίου και ζωοποιού σταυρού. Ο άγιος θεραπεύει ιδία τους δαιμονιώντας, οίτινες δένονται δια των ιερών αλύσσεων, αίτινες φυλάσσονται εν τω ναώ, υποχρεούνται δε ου μόνον οι θεραπευόμενοι, αλλά και οι συνοδεύοντες αυτούς οικείοι να νηστεύσωσιν επί 40 ημέρας, καθ’ ας τρέφονται δι’ άρτου και ύδατος μόνον. Είτε δε διότι οι περισσότεροι των θεραπευομένων είναι Ναουσαίοι, είτε διότι οι μεν Βέροιαίοι δύνανται να γνωρίζωσι και πόσοι και τίνες των Ναουσαίων υπεβλήθησαν εις την θεραπείαν (αποδαιμονίωσιν), ούχι δε και οι Ναουσαίοι περί των Βεροιαίων, οι Βεροιαίοι πειράζουσι τους Ναουσαίους λέγοντες ότι εκβάλλουσι δια του αγίου Αντωνίου εκ της ψυχής των τα δαιμόνια, οι δε λογιώτεροι ότι αγροίκους όντας εκπολιτίζουσι δια της αναστροφής των τους κατά το τεσσαρκονθήμερον της θεραπείας εν Βεροία διαμείναντας Ναουσαίους, προς τα πειράγματα ταύτα αποκρίνονται οι Ναουσαίοι ότι, οσάκις θεραπεύει ο άγιος Αντώνιος ένα Ναουσαίον, αφαιρεί το μυαλό από ένα Βεροιαίον και έτσι εξηγείται διατί οι Ναουσαίοι διακρίνονται δια την ευφυΐαν και επιχειρηματικότητά των, εν ώ οι Βεριαίοι υστερούν, και ότι όσον περισσότεροι Ναουσαίοι θεραπεύονται, τόσον περισσότεροι Βέροιάιοι αποβλακώνονται. Ο άγιος Αντώνιος ο Βεροιαίος, δεν τιμάται ως θαυματουργός μόνον εν τη ιδιαιτέρα πατρίδι του, αλλ’ εν απάση την κεντρική και δυτική Μακεδονία είναι ο κορυφαίος θαυματουργός άγιος, τιμώμενο εν αυτή ίσα τη Παναγία της Τήνου εν τη παλαιά Ελλάδι.
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Καψάλης, Γεράσιμος
Τόπος
Μακεδονία
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έξω από τα Φάρασα, σε απόσταση ώρας σχεδόν, προς το βορρά, μέσα στη χαράδρα που διασχίζει ο Ζαμάντης ποταμός και προς τη δεξιά μεριά του όχθη, είναι δύο σπηλιές. Η μία, η πιο μεγάλη, είναι κοντά στην όχθη του ποταμού, ή άλλη πολύ μικρότερη είναι λίγο ψηλότερα, στη βραχωτή πλαγιά, που υψώνεται ορθόκοφτη από πάνω. Μόλις δυό τρείς άνθρωποι μπορούν να σταθούν μέσα. Ήταν το σπήλο του Έζ Βασίλη. Στα τοιχώματα γύρω κρέμονταν εικονίσματα και στο βάθος υψωνόταν μικρός τοίχος, όπου τοποθετούσαν τα ιερά σκεύη, για να λειτουργή ο παπάς. Παλιά παράδοση αναφέρει ότι στη σπηλιά τούτη κατάφυγε ο Άϊ Βασίλης, για να σωθή από διωγμούς κι έτσι καθιερώθηκε η λατρεία του εκεί. Στην κάτω σπηλιά, την ευρύχωρη, μπορούσαν να χωρέσουν μέσα περισσότεροι από εκατό άνθρωποι, κι απέξω είχε προς το ποτάμι απλοχωρία, κατάφυτη από πλατάνια και ιτίές. Εκεί μπορούσαν να χορέψουν. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την ώρα του εσπερινού και λίγο πρωτύτερα, αρχίζει η ετοιμασία για την πομπή του Έζ Βασίλη. Ήταν το έθιμο να πάνε στη σπηλιά να προσκυνήσουν εκείνη την μέρα και γινόταν θρησκευτική πομπή με πολλή επισημότητα, ενθουσιασμό και κατάνυξη. [ Ο Λεβίδης ένθ. Αν. σ. 104 γράφει : «εν δε τω μυχώ της φάραγγος κείται παρά τον ποταμόν το σπήλαιον του Αγίου Βασιλείου, εις ο συχνάζουσι και δια διάχυσιν άδοντες αρχαία ελληνικά δια τον Άγιον άσματα.] Σ’ όλες τις συνοικίες αντηχούσαν οι φωνές από τις συνεννοήσεις που έκαναν μεταξύ τους για την πομπή : Ά υπάμε σον Εζ Βασίλη, άκουες παντού να φωνάζουν και όλοι προετοιμάζονταν. Άλλοι καθάριζαν τα πιστόλια τους και τα τουφέκια τους και προμηθεύονταν μπαρούτι να τα γεμίσουν, άλλοι γυάλιζαν τα μαχαίρια τους και προπαντός το μέγαν το μασαίρι ή του «Έζ Δρεμήτη το μασαίρι», [ Οι Φαρασιώτες, όταν τους ρωτάς γιατί το λένε έτσι το μαχαίρι, απαντούν ότι τέτοι είχε και ο Άϊ Δημήτρης.] όπως έλεγαν για να τα κρεμάσουν στην ζώνη τους. Άλλοι ταίριαζαν δαδόξυλα, δυό τρία μαζί, να τα κάνουν έτσι χοντρή λαμπάδα που την έλεγαν φάνα, να την ανάψουν στο δρόμο. Όσοι έπαιζαν μουσικά όργανα, τσαλγίδε, κούρδιζαν τους κεμεντζέδες, λύρες, τους ταμπουράδες, τα ντέφια τους και έκαναν πρόβα. Οι γυναίκες ετοίμαζαν τα ψωμιά, τα φαγητά και γέμιζαν στάμνες με κρασί, για να πάρουν μαζί τους στο δρόμο, α υπάμε στον Έζ Βασίλη, άκουες παντού κι όλοι φρόντιζαν να ταιριάξουν τη συντροφιά τους. Δυό τρείς και περισσότερες φιλικές ομάδες σχηματίζονταν σε κάθε συνοικία από πέντε δέκα άτομα η κάθε μια. Δυό λαμπάδες έπρεπε απαραίτητα νάχη κάθε μικρή ομάδα, για ν’ ανάψουν στο δρόμο. Τη μια θα την κρατούσε ο πρώτος για να φωτίζη μπροστά και την άλλη ο τελευταίος της ομάδας. Και καθένας όμως στη συντροφιά έπρεπε να κρατή τη λαμπάδα, έτοιμη για να ανάψη, ευθύς ως θα σωνόταν κάποιες από εκείνες που έκαιγαν. Πυκνοί πυροβολισμοί αντηχούσαν εδώ κι εκέι, ήταν για να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού, το μισεχώρι, για το γενικό ξεκίνημα. Κρεμόντουσαν τα μαχαίρια τους στη ζώνη, τα τουφέκια τους στον ώμο, μαντήλια στο λαιμό, έπαιρναν και τα τοπράδε, σακκούλια, με τα φαγητά τους κι ήταν έτοιμοι. Κάθε ομάδα ξεκινούσε για την πλατεία. Τραγουδούσαν, και τα μουσικά όργανα συνόδευαν το τραγούδι. Προχωρούσαν με χορευτικό βάδισμα, σύμφωνο με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα ήταν το τραγούδι της ημέρας, που τους γέμιζε από συγκίνηση κι ενθουσιασμό : Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη να κρεμάσουμε τα κράτε σο σίδι. Βάι, Παναΐα μου Θεοτόκε, κυργιάλεμον, κυργιάλεησον. Έσυρεν τζαί δώτσε τσαί α γεσίλι τσαί χτες την έβιτσα σον Εζ Βασίλη. Τσάλτσεν τζου ΄βρεν τσαί μασαίρι νdα σφάξη έσφαξεν dα μο τον gοδευτήρι. Εζ Γιώργη, τ’ αβgό σου ένι γίρι γίριν τζο ‘νι, εν’ κατίνον bεϊκίρι τσάπου αντϊίεν σε, είσαι χαζίρι, σέναν τζαί τα’ αβgό σου προστσυνούμεν σε. Σον Gούτσουρον το ποτάμι ‘υρίστη εν gατινό του Χριστενού η πίστη. [ Ο Γ. Παχτικός, Δημόδη ελληνικά άσματα της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1905, σελ. 17-19, δημοσιεύεται το τραγούδι με μικρές διαφορές και τη σημείωση ότι «άδεται εν Φαράσοις της Καισαρείας κατά τας θρησκευτικάς πανηγύρεις. Χορός ιδιόρρυθμος μετά χαρακτηριστικών των χειρών και λοιπών μελών του σώματος κινήσεων χορευτών». Το τραγούδι του Εζ Βασίλη φωτογραφήθηκε από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχίο στα 1930. Το ίδιο τραγούδι τραγουδιότανε επίσης στη Σίλλη του Ικονίου: Έιντατε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε κριάτα στο σίδι. Βάι Παναγιά μου Θεοτόκε, Κύριε’λεήμων, Κύριε ‘λέησον εγώ απόψε πάλιν πηγαίνω εγώ απόψε πάγω στην Αγιά Σοφιά. Βάι Παναγιά μου κ.λ.π. (Άκογλου, Λαογραφικά Κοτυώρων, σελ. 274).] Τρέξτε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε τα κρέατα στο σίδι. Βάι, Παναγία μου Θεοτόκε, Κυριελέημον, Κυριελέησον. Τουφέκησε και σκότωσε μια χήνα και χτές την αυγούλα στον Άι Βασίλη. Τράβηξε και δε βρήκε μαχαίρι να σφάξη την έσφαξε με το κλαδευτήρι. Άι Γιώργη, τ’ άλογο σουείν’ ψάρι ψάρι δεν είναι, είν’ καθαρή φοράδα. Όπου κι αν σε θυμούνται είσαι πρόθυμος. Σένα και το αλόγό σου προσκυνούμε. Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη. Τελείωναν το τραγούδι και το ξανάρχιζαν από την αρχή. Τραγουδούσαν και στίχους απί το τραγούδι της Ε. Σοφίας : Μπύρ’ το φούρνο τσαί ποίτσε με ά χρεία ‘γώ ‘πόψα πααίνω σην Έ Σοφία. Τζο ‘ινκε τσαί ς θείας μου Ζεϊτούντζας η καρdιά μυράν τζαί κά τσαί του τεφνά τα φύα. Μπύρσεν το γαλιόνι τσαί τελέντσεν dα έθετσεν τζαί τόϊνα γαραφύλλι … [Με μικρές διαφορές οι στίχοι είναι δημοσιευμένοι από τον Paul De Lagarde, Neugriechisches aus Klein – Asien, Gottingen 1886, σελ. 15] Κάψ’ το φούρνο και κάμε μου μια χρεία γώ πόψε πηγαίνω στην Έ Σοφία. Δεν έγινε και της θείας μου Ζεϊτούντζας η καρδιά μυρίζουν καλά και της δάφνης τα φύλλα. Πήρε φωτιά ο λουλάς και κάη έβαλε κι ένα γαρύφαλλο … Τραγουδούσαν με αργό βυζαντινό ρυθμό και προχωρούσαν προς την πλατεία του χωριού ομάδες ομάδες, χορεύοντας. Οι κινήσεις του χορού τους ήταν αργές, όπως και ο ρυθμός του τραγουδιού. Κινούσαν κεφάλι και κορμί δεξιά και αριστερά. Χτυπούσαν τα πόδια στο έδαφος με τον ίδιο ρυθμό. Αν κανένας δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το ρυθμό του τραγουδιού, δεχόταν παρατηρήσεις και χτυπήματα στα πόδια από τον μπροστινό του χορού, που κρατούσε στα χέρια του ραβδί, για να ρυθμίζει τα βήματα των χορευτών. Όποιος δεν κατάφερε να συμμορφωθή με το ρυθμό, υποχρεωνόταν να βγή έξω από το χορό, έβgου ‘ς το το χορό, χάνεις το χορό, έβγα από το χορό, χαλάς το χορο, του φώναζαν οι αλλοι. Οι πυροβολισμοί, οι φωνές, τα τραγούδια ανατάτωναν όλο το χωριό. Έτσι μαζεύονταν όλες οι ομάδες στην πλατεία, έτοιμες για το νέο ξεκίνημα. Το καλοκαίρι μ’ ευκολία πήγαιναν στον Άι Βασίλη. Κατέβαιναν στον Παράτσο, ακολουθούσαν την κοίτη του Ζαμάντη κι έφταναν στη σπηλιά χωρίς μεγάλους κόπους. Το χειμώνα όμως κατέβαζε πολύ νερό το ποτάμι και δεν ήταν εύκολος ο δρόμος. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι προσκυνητές, για να πάνε στον Άι Βασίλη, έπρεπε να πάρουν τη δεξιά όχθη του ποταμού και με πολλά ανεβοκατεβάσματα εδώ κι εκεί να φτάσουν στη σπηλιά. Έπεφτε γρήγορα το βαθύ χειμωνιάτικο σκοτάδι κι ο δρόμος γινόταν πιο δύσκολος. Κάθε ομάδα όμως ξεκινώντας είχε μπροστά τον οδηγό, που κρατούσε τη φάνα, τη λαμπάδα του αναμμένη, και στο τέλος επίσης άλλον που κρατούσε άλλη λαμπάδα. Έτσι φωτιζόταν άπλετα ο δρόμος τους. Οι ομάδες προχωρούσαν η μια ύστερα από την άλλη και η καθεμιά με τις λαμπάδες της και τα μουσικά της όργανα. Όταν έφταναν στον Παράτσο, άναβαν κεριά στα δυό ξωκλήσια που ήταν δεξιά κι αριστερά, τον Έ Χαλλά και τον Έ Θουμά. Έκοβαν κισσούς στη ρεματιά, κι έπλεκαν στεφάνια, που τα περνούσαν στη μέση και στα κεφάλια τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Από κεί έκοβαν προχωρούσαν και στο δρόμο τους συναντούσαν κι άλλα ξωκλήσια, χαλάσματα ή όρθια, και σ’ όλα σταματούσανε και προσεύχονταν. Φωνές, τραγούδια, πυροβολισμοί αντηχούσαν σ’ όλη τη ρεματιά. Όπου εύρισκαν κάποια απλοχωριά, σταματούσαν, έτρωγαν από τα φαγητά τους, έπιναν κρασί, πυροβολούσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Ξεκινούσαν πάλι, βάδιζαν όσο μπορούσαν χορευτικά, πάλι σταματούσαν και χόρευαν. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν έπαυε το τραγούδι κι ο χορός. Έσπαε καμμιά φορά ο πάγος κι έπεφταν μέσα στο νερό, τότε είναι που ξεσπούσαν πολλά γέλια και φωνές. Με τέτοια πορεία ανάμεσα στη χαράδρα, με πολλούς αλαλαγμούς, τραγούδια, χορούς και πυροβολισμούς αδιάκοπους, έφταναν οι πρώτες ομάδες στη πρώτη, τη μεγάλη σπηλιά του Άι Βασίλη. Κρεμούσαν πρώτα τα σακκούλια με τα ψωμιά και τα φαγητά τους στα πλατάνια και τις ιτιές. Κρεμούσαν και τα μουσικά τους όργανα. Ξεκουράζονταν λίγο, άναβαν τα κεριά τους κι ανηφόριζαν προς το μικρό σπήλαιο του Άι Βασίλη. Έμπαιναν ένας ένας μέσα, κολλούσαν το κερί τους στα τοιχώματα, ασπάζονταν τις εικόνες, προσεύχονταν. Ύστερα από την προσευχή τους ξανάβγαιναν έξω με την σειρά και κατηφόριζαν προς την κάτω, ευρύχωρη σπηλιά. Έπρεπε όλοι να προσκυνήσουν κι όλοι ανέβαιναν στην επάνω σπηλιά και ξανακατέβαιναν. Έτσι διασταυρώνονταν οι ομάδες, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Η κάθε ομάδα, κατεβαίνοντας προς την κάτω σπηλιά, έπιανε ένα μέρος στην απλοχωριά της ακροποταμίας, κάτω από τα πλατάνια και τις ιτιές, αν έβρεχε ή χιόνιζε, έμεναν μέσα στο σπήλαιο. Έστρωναν το τραπέζι τους, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες, άπλωναν τα φαγητά τους, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν το μοναδικό τραγούδι της γιορτής : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Έπιναν πολύ κρασί, τα τραγούδια, ο χορός και τ’ αστεία δεν έπαυαν ούτε στιγμή. Ένας αχός συγκρατητός αντηχούσε στους αντιμέτωπους ορθόκοφτους βράχους. Αληθινός θρησκευτικός ενθουσιασμός εσυγκλόνιζε όλους εκείνη τη βραδιά. Δυό τρείς ώρες διασκέδαζαν στη σπηλιά και ύστερα η κάθε ομάδα έπαιρνε και πάλι τον ίδιο δρόμο, για να γυρίσει στο χωριό, πρίν ή μετά τα μεσάνυχτα, ανάλογα με τη σειρά που είχε πάρει στον ερχομό. Χαλασμός κόσμου γινόταν στο ξεκίνημα : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … φωνές, πειράγματα, αποχαιρετισμοί αστεία. Μπρός και πίσω οι λαμπάδες αναμμένες, για να φωτίζουν στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, πυροβολισμοί αδιάκοποι, τραγούδια, σταμάτημα και χορός κάθε τόσο όπου υπήρχε ευρυχωρία, κινήσεις ρυθμικές, σ’ όλη τη διαδρομή. Το τι γινόταν στο συναπάντημα των ομάδων που πήγαιναν προς τη σπηλιά μ’ εκείνες που γύριζαν στο χωριό, είναι δύσκολο να περιγραφή με λόγια. Σκοινί αδιάκοπο από ανθρώπους όλος ο δρόμος, άλλοι πήγαιναν στον Άι Βασίλη κι άλλοι γύριζαν στο χωριό. Ούτε παγωνιά, ούτε βροχή ακόμα δε ματαίωνε τη θρησκευτική πομπή. Έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνη η επίσκεψη στον Άγιο. Γυναίκες κι ανήμποροι γέροντες, που δεν μπορούσαν νύχτα να πάνε στον Άι Βασίλη, πήγαιναν την άλλη μέρα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, άναβαν τα κεριά τους και προσκυνούσαν. Όσοι όμως δεν είχαν καθόλου αντοχή για τη μεγάλη τούτη πορεία, πήγαιναν στον Άι Χρυσόστομο και προσεύχονταν. «Tσαλγίδε» = Από το τουρκ. Calgi = μουσικό όργανο, μουσική, «κεμεντζέδες» = το τούρκ. kemence = μικρή πεντάχορδη λύρα, «σίδι» = το δέντρο ιτιά, «κυργιάλεμον – κυργιάλεησον» = γύρισμα που λέγεται ύστερα από κάθε δίστιχο, «bεϊκίρι» = από το τουρκ. beygir που σημαίνει γενικά ίππος, “Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη” = Η έννοια των δύο τελευταίων στίχων είναι ότι θολώνει το ποτάμι το Φλεβάρη μα η πίστη του Χριστιανού μένει πάντα καθαρή. «Θεία Ζεϊτούντζα» = Δε μπορούν να βεβαιώσουν με θετικότητα οι Φαρασιώτες γιατί αναφέρεται εδώ η θεία Ζεϊτούντζα. Πάντως μιλούν με κάποια ειρωνεία για τη Ζεϊτούντζα και λένε πως ήταν παλιό βαφτιστικό όνομα. Μπορεί να υπήρχε σε κάποιο σχετικό ανέκδοτο κι από εκεί πέρασε και στο τραγούδι. «λουλάς» = η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. Οι δυο τελευταίοι στίχοι είναι απόσπασμα από κάποιο άλλο τραγούδι. «Παράτσο» = Παράδεισος, γραφικό τοπίο κατάφυτο από αμπέλια και ιτιές, κοντά στην όχθη του Χαμάντη, ως ένα τέταρτο μακριά από το χωριό.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Άγι Γεράσιμος εδώ εθαυματούργησε σε παιδί που έπασχε, άφριζε, δαιμονισμένος. Ο πατέρας του το αφιέρωσε στον Άγιο. Έμεινε καιρό εκεί, έγινε καλά. Επήε στην Ερατ. σχολή στα Γιάννενα και είναι παπάς στο Κάτωχώρι Λευκάδος. (Αυτό το θαύμα είναι καταγραμμένο στα βιβλία του Μοναστηριού.)
Χρονολόγηση
1958
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Νησίδα Μεγανήσι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στα 66 οι Τούρκοι κατεβήκανε από τα Σφακιά για να κάψουνε όλη τη γιαλιά. Οι κάτοικοι εφεύγανε και δεν έμεινε κανείς στο χωριό. Έφυγαν κι οι κάτοικοι του Ασωμάτου. Μόνον ένας φαμέγιος δεν επρόφτασε να φύγη ως πήρε κατά τη ρίζα. Μια στιγμή βλέπει τους Τούρκους εκεί που ‘ρχονταν και γυρίζουν οπίσω συγχυσμένοι και τους εζύγωνεν ένας ψαροκαβαλλάρης. Έτσι σώθηκεν ο Ασώματος. Ζύγωνεν = κυνηγούσε
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Την έχομε για την γρίππη, την ιλαρά, και την ευλοημένη (ευλογιά). Η Αγία Βαρβάρα ήτο μια ωραία κόρη. Οι γονείς της ήτανε ειδωλολάτρες. Την κατατρέχανε οι νέοι να την παντρευτούν αυτοί δεν ήθελε και παρακάλεσε τον Θεό να της χαλάση το πρόσωπο με σπυριά για να μην την κατατρέχουν οι νέοι. Την κατέτρεχε κι’ ο πατέρας της. Αυτή για να σωθή έφευγε και όπως την κυνηγούσαν εσκίστηκε η γη και την κατάπιε έμεινε μόνο το κεφάλι της όξου κ’ έβαλε ο πατέρας της και της το κόψανε
Χρονολόγηση
1962
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Τόπος
Νήσος Ικαρία
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Άγιος Νικόλαος κι ο Άγιος Σάββας είναι παιδιά της Αγ. Βαρβάρας και λέει η Αγία Βαρβάρα : μένα δουλεύτε αλλά και τα παιδιά μου κρατάτε!
Χρονολόγηση
1942
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ιωαννίδου, Μ.
Τόπος
Αγία Άννα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η Αγία Βαρβάρα ήτανε βασιλοπούλα που πίστεψε στο Χριστούλη. Ο πατέρας της που έβλεπεν όσα έκανε, διέταξε και της έκτισαν ένα πύργο και την έκλεισε μέσα. Όταν τον έκτιζαν ο πατέρας της είπε να γίνουν δύο παράθυρα, μα η Βαρβάρα είπε κρυφά στους χτίστες και έκαναν τρία. (Πατήρ, Υιός κι Άγιον Πνεύμα). Άμα το είδε ο πατέρας, έβαλε τους χτίστες και το έχτισαν, μα τη νύχτα βρέθηκε πάλι χαλασμένο. Η Βαρβάρα ήτανε πολύ όμορφη κοπέλα. Μια φορά που ‘θελε να την παντρέψη ο πατέρας της μ’ έναν ειδωλολάτρη βασιλιά, παρακάλεσε το θεό να βγάλη τις ευλογιές για ν’ ασκημίση και αμέσως έγινεν ότι ζήτησε, έβγαλε τις ευλογές και ασκήμισε. Από τότε η αγία Βαρβάρα είναι για την ευλογημένη [Βλ. Λατρεία τα βάρβαρα]
Χρονολόγηση
1937
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Επαρχία Αϊδινίου
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φ – φορά ένας άνθρωπος ήταξε στον Παλιοριμιώτη (Πανορμίτη – Πανοριμιώτη) μια ψείρα της σάρκας του, ηντράπηκε να του πάει τη ψείρα της σάρκας του κ’ ι’ ήκαμεν την ασημωμένην, ύστερις ηπήεν την και εν (δεν) τηδ δέχτηκε, ήπηεν του πάλι τη ψείρα της σάρκας κ’ ι’ ηέχτηκεν τη (δέχτηκε) και τώρα λαπιέβ’ζει κ’ ι’ αρμενίζει πάνω του
Χρονολόγηση
1958
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ζερβός, Ιωάννης
Τόπος
Νήσος Κάλυμνος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Βαθυσάνικος Άγιος! Έλεγαν οι Σπαρτοχωρίτες για τον Άγιο Βησσαρίωνα, αλλά εκείνη που το 'πέ (η Αρέθαινα) επέθανε το ίδιο βράδυ
Χρονολόγηση
1958
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Νησίδα Μεγανήσι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σ τη Μονή (χωριόν) κάποτε είχανε ευλογές κ' εκτίσανε μια εκκλησία της αγίας Βαρβάρας και των πέρασενε
Χρονολόγηση
1960
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Τόπος
Νάξος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στη γιορτή του Αγ. Βησσαρίωνα (15 Σεπτεμβρίου) την παραμονήν έρχονται τακτικά στο λιμάνι του Βαθιού ένα ζαργανόψαρο ως 15 -20 οκάδες ψάρι του Αγίου. Μια χρονιά ένας Μήτσος Σακκάς το σκοτώσανε και το πουλήσανε. Αλλά δε εδώσανε λεφτά (μερίδιο) του Αγίου. Έτσι από τότε δεν ξαναφάνηκε ζαργανόψαρο. (Βλ. και σελ. 45, 53, 509)
Χρονολόγηση
1958
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Νησίδα Μεγανήσι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ήρτε η αστένεια, η Βλογιά, πάνω στον τόπο μας (τω 1915). Επικαλέστηκα την Αγία Βαρβάρα και βλέπω το βράδυ στον ύπνο μου πως ήρτε μια γυναίκα κ’ είχε κ’ ένα πρόβατο μαζί. Εμπήκε μέσα στο σπίτι κ’ ήρμεξε γάλα από το πρόβατο. Της είπα «Ποια είσαι κυρία μου;». Δε μου είπε όμως. Μετά την αρώτησα, τι θα γίνουν οι άνθρωποι και μου είπε «όσοι κάνη χρεία, θα ποθάνουν». Την άλλη μέρα εφύγαμε κ’ επήγαμε στον Άϊ Γιάννη το Θεολόγο και είδα στην εικόνα της Αγίας Βαρβάρας που ήταν η ίδια γυναίκα πού ήρθε στον ύπνο μου. Η Αγία Βαρβάρα μας εφύλαξε τότε από την αρρώστια. Από τότε, 1915, είναι έθιμο να εορτάζεται από όλον τον κόσμο του νησιού η Αγία Βαρβάρα. Την παραμονή από το μεσημέρι σταματούν όλες τις δουλειές και ετοιμάζονται για την εορτή. Πάνε όλοι στην Εκκλησία. Γίνεται και λιτανεία της εικόνος της Εδηγήτριας και της Αγίας Βαρβάρας στο χωριό. Το βράδυ της εορτής, 4 Δεκεμβρίου, κατεβαίνουν στην παραλία της Ψάθης. Εκεί υπάρχει παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στην τοποθεσία Αγία Καλή. Γίνεται εσπερινός στο παρεκκλήσι. Απ’ εκεί θα πάνε πιο πέρα στο παρεκκλήσι του Αγ. Σάββα όπου γίνεται ο εσπερινός του Αγίου Σάββα
Χρονολόγηση
1963
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Τόπος
Νήσος Κίμωλος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Της Βαρβάρας ο πατέρας ήταν ειδωλολάτρης. Όταν έφυγε ο πατέρας της είπε στους μαστόρους να κάμουν στο σπίτι ένα σταυρό. Όταν γύρισε ο πατέρας της την εβασάνιζε, την έβαλε στο κάρρο και την γύριζε στο χωριό για να γελάη ο κόσμος. Από το κάρρο ύστερα εχάθηκε
Χρονολόγηση
1961
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Τόπος
Σαρακηνοί
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ευρίσκει τα χαμένα. Εάν χάση κάποιος το κλειδί, τάζεται και το ευρίσκει, καθώς και ότι άλλο
Χρονολόγηση
1961
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κοκολιού, Λ.
Τόπος
Κύπρος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Θεραπεύει τους δαιμονιζομένους, Κάποιος χωρικός είχε γυναίκα που εδαιμονίζετο. Έταξε να δώση το οικόπεδό δια να χτισθή ναός του Αρχαγγέλου. Εβράδυνεν όμως να το δώση το τάμα. Τότε βλέπει καθ' ύπνον τον Άγγελον και του λέει : Αυτό που έταξες να το κάμης. Και μόλις εκοτσιάνιασε το χωράφι η γυναίκα του εθεραπε'υθη από τα δαιμόνια. Θεραπεύει δαιμονιζομένους τώρα με εξορκισμούς και παρακλήσεις. Πολλοί καταφεύγουν εις αυτόν
Χρονολόγηση
1961
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κοκολιού, Λ.
Τόπος
Κύπρος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στην Αστροπαλιά δεν έχει φίδια γιατί είναι ο Άις Άνθιμος εκεί και ένα καΐκι μια φορά έφερε ξύλα από ένα άλλο μέρος και κάτω από ένα ξύλο είχε ένα φίδι και μόλις βγάλαν όξω το ξύλο έπεσε κάτω ψόφιο
Χρονολόγηση
1964
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Τόπος
Νικιά
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το ‘στειλέ η μάννα του ‘ς το σχολείο. Κάτι της έκαμε και του ‘πέ : άμε να σε πάρη ο διάβολος. Σ την επιστροφή του από το σχολείο το ‘πιασε ο διάβολος και του ‘πε, λέει, έλα μαζί μου που μου ‘πέ η μάννα σου να σε πάρω. Λέει, πάμε ‘ς το σπίτι μας που ‘χει η μάννα μου ροβύθια μαγερεμένα να φάμε και ύστερα έρχομαι. Όταν των προσέφερε τη τσανάκα να φάνε λέει : Ότι είναι από ‘δω μέχρι εδώ είναι κι από ‘δω μέχρι εδώ (έκανε το σχήμα του σταυρού). Τότε οι διάβολος του είπε : Άχ μ’ έδεσες και δε μπορώ να κάμω τίποτα και έφυγε
Χρονολόγηση
1960
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Τόπος
Άγιος Αρσένιος
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Δια την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων ειςς ελευθέρως πως και μη αρκούμενος εις την νηστείαν ταύτην είπεν, εις εξ αυτών εποίησε μεγάλην τινά αμαρτία, ηδύναντο οι λοιποί να τιμωρήσωσιν αυτόν; Όχι βέβαια. Όθεν συνήλθον μετά ταύτα οι Πατέρες, ίνα μη φανερώσωσι την αμαρτίαν και συνέθεντο την νηστείαν δωδεκαήμερον εις τιμήν των 12 Αποστόλων. Αι δε προστεθείσαι περισσότερας προς εξάλειψιν της αμαρτίας του Αποστόλου ώστε τι με μέλει δια την αμαρτίαν του : 12 ημέρας αρκούν
Χρονολόγηση
1876
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χορτόπουλος, Π.
Τόπος
Σινώπη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Για την κατασκευή των μνημείων αυτών υπάρχει στην Πόρτα και τα γύρω χωριά η κατοπινή παράδοση. Οι μαστόροι που εργαζόντανε στο γεφύρι, κατόπι διαβολής, πως ο Άγιος Βησσαρίων δεν είχε χρήματα και δεν θα πληρώσει τα μεροδούλια τους, πάψανε τη δουλειά. Το λόγο της απεργίας πληροφορήθηκε ο Βησσαρίων, ο οποίος παίρνει τον πρωτομάστορα και πηγαίνει πιο πέρα, κοντά σε μεγάλη ολόρθη πέτρα. Ο Βησσαρίων διατάζει τον πρωτομάστορα ν’ αναποδογυρίσει την πέτρα με το λοστό. Εκείνος του λέει, ότι είναι αδύνατο, ν’ αναποδογυριστεί μια τόσο μεγάλη πέτρα. Ο Βησσαρίων τον προτρέπει να δοκιμάσει. Η πέτρα αναποδογυρίζεται και κάτω της υπήρχε θησαυρός. Τότε ο Άγιος του λέει : Πάρε όσα χρήματα θέλεις, να πληρώσεις τους μαστόρους και ξαναβάλε το βράχο στη θέση του. Μόλις το γεφύρι τελείωσε, ο Βησσαρίων ανέβηκε στην κορφή του και πέταξε απ’ εκεί το σφυρί του πρωτομάστορα προς το απέναντι βουνό. Το σφυρί πήγε κ’ έπεσε στην τοποθεσία, όπου το μοναστήρι. Ο Βησσαρίων με τους μαστόρους πήγε εκεί, βρήκε το σφυρί και έχτισε το Μοναστήρι
Χρονολόγηση
1948
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
Τόπος
Τρίκαλα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ένας άγιος, γύρευαν τα παιδιά τ’ ψωμί κι αυτός πήρε μια βοϊνιά, την παράχωσε μέσ’΄στη στάχτ’ κι άμα την άνοιξε, βρήκε μια πίττα. Από τότε την πίττα τ’ άη Βασιλειού την παραχώννε στη στάχτ. Έναγ καιρό έτσ’ ήταν
Χρονολόγηση
1937
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Μέγας, Γ.
Τόπος
Μεσημβρία
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο αετός από πάνω απ’ τον ουρανό, βάσταε ήσκιο στον τσοπάνη, που φύλαγε τα γελάδια του Αγίου Βασιλείου. Όταν ήταν ανάγκη να βγουν στο λιβάδ’ κι έκανε ζέστη, ο αετός του κράταγε ήσκιο. (Άγιος Βασίλειος εξ Αγκύρας)
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Ρεντίνα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Αργία. Συνήθεια της παραμονής. Μόλις σημαίνει η καμπάνα του εσπερινού κάθε γυναίκα παύει την εργασίαν της. Κάποιος που εζευγάριζεν του Αγίου Ανδρέα, ειπών εις παρατήρησιν άλλου ότι και τα βόδια του ήτο ανδρειωμένα, μόλις τόπε σταμάτησαν και δεν πήγαιναν βήμα. Τότε ξέζεψε κι’ επήγε κι’ άναψε το καντήλι του Αγίου Ανδρέα
Χρονολόγηση
1952
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παρθένης, Κωνσταντίνος
Τόπος
Θολοποτάμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Άγιος Αντώνιος είναι για τους τρελλούς. Λένε οτι παρουσιάστηκε κάποτέ και είπε : εκεί που θα πάη και θα μείνη και θα ψοφήσουν δυό μοσχαράκια εκεί να του χτίσουν εκκλησία, αυτό και έγινε και έτσι χτίστηκε ο “Άγιος Αντώνιος” ενός χωριού (;) κοντά στη Θεσσαλονίκη, όπου πάνε τους τρελλούς και γιατρεύουνται
Χρονολόγηση
1937
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ιωαννίδου, Μ.
Τόπος
Καστοριά, Βλάστη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×