Toggle navigation
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
ΚΑΙ
'Η
ΌΧΙ
×
Πληκτρολογήστε λέξη ή φράση
Σε όλα τα πεδία
Europeana τύπος
Τίτλος
Γεωγραφική κάλυψη
×
+
ΚΑΙ
'Η
Τύπος τεκμηρίου
ΚΑΙ
'Η
Θέμα
ΚΑΙ
'Η
Πρόσωπο
ως δημιουργός
ως αναφορά
ΚΑΙ
'Η
Ιδιότητα προσώπου
ως δημιουργός
ως αναφορά
ΚΑΙ
'Η
Ιστορική περίοδος
Χρονολόγηση
αναζήτηση σε
αυστηρά χρονικά όρια
Χρονολογικό διάστημα
Iστορική περίοδος
Φορέας / συλλογή
Άδεια χρήσης αρχείου
Σήμανση Κοινού Κτήματος
Ελεύθερο από Περιορισμούς Πνευματικής Ιδιοκτησίας
Αναφορά Δημιουργού
Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή
Αναφορά Δημιουργού-Όχι Παράγωγα Έργα
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
Σε καθεστώς Πνευματικής Ιδιοκτησίας-Περιορισμένη Χρήση
Σε καθεστώς Πνευματικής Ιδιοκτησίας-Μόνο Εκπαιδευτική Χρήση
Δεν προστατεύεται από Πνευματική Ιδιοκτησία-Νομικοί περιορισμοί
Σε καθεστώς Πνευματικής Ιδιοκτησίας-Μόνο για Μη Εμπορική Χρήση
+
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Λιγότερα κριτήρια αναζήτησης
Αναζήτηση
Καθαρισμός
Βοήθεια
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Καθαρισμός
Θέμα
Κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες
(1)
Κοινωνικά συστήματα
(1)
Κοινωνική δομή
(1)
Διανοούμενοι
(1)
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(7.665)
Ιστορία
(1)
Εθνική ιστορία
(1)
Ελληνική Ιστορία
(1)
Νεότερη Ελληνική Ιστορία
(1)
Νεοελληνικός διαφωτισμός
(1)
Πολιτιστική πολιτική και σχεδιασμός
(7.664)
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(7.664)
Λαϊκή παράδοση
(7.664)
Προφορική παράδοση
(7.664)
Τύπος τεκμηρίου
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(7.666)
Λαϊκή Παράδοση
(7.666)
Τρισδιάστατα Αντικείμενα και Έργα Τέχνης
(1)
Εργαλεία και εξοπλισμός
(1)
Οικιακός εξοπλισμός
(1)
Εργόχειρο (Κεντητική, πλεκτική)
(1)
Ύφασμα
(1)
Πρόσωπο
δημιουργοί ή αναφερόμενοι
δημιουργοί
αναφερόμενοι
Φεραίος Ρήγας, 1757-1798
(1)
Χρονολόγηση
2000 - 2049
(1)
1950 - 1999
(2.647)
1900 - 1949
(3.072)
1850 - 1899
(484)
1800 - 1849
(2)
Ιστορική περίοδος
Οθωμανική περίοδος
(2)
Νεότερη Ελλάδα
(6.205)
Ίδρυση Νέου Ελληνικού Κράτους
(1)
Βασιλεία Γεωργίου Α’
(715)
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία
(695)
Μεσοπόλεμος
(1.734)
Β’ Παγκόσμιος πόλεμος
(150)
Εμφύλιος Πόλεμος
(388)
Μεταπολεμική Ελλάδα
(2.489)
Δικτατορία
(141)
Μεταπολίτευση
(19)
Φορέας / συλλογή
Ακαδημία Αθηνών
(7.664)
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
(7.664)
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών
(1)
Το σεντούκι των e-στοριών |
αποθετήρια
EKT
(1)
Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ)
(1)
Πανδέκτης: Θησαυρός Ελληνικής Ιστορίας & Πολιτισμού - Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία |
αποθετήρια
EKT
(1)
Europeana τύπος
Εικόνα
(1)
Ήχος
(1)
Κείμενο/PDF
(7.664)
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(7.665)
In Copyright (InC)
(1)
Γλώσσα
Αγγλική γλώσσα
(1)
Γαλλική γλώσσα
(1)
Ελληνική γλώσσα
(7.663)
1 - 30 από 7.666 αποτελέσματα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
-Επειδή άνθρωποι τριαμμάτες δεν υπάρχουν υπολογίζω πως <οι εξωτικοί άνθρωποι> με το κόκκινο μαντήλι, που έφθασαν στον Άγιο Μύρωνα ήσαν στρατεύματα Γενιτσάρων, που στάλθηκαν στην Κρήτη περί το 1800, η σκληρότης των οποίων στάθηκε πρωτοφανής για τους Κρητικούς. Ο φόβος και η φήμη τους ήθελαν τριαμμάτες. Το μαντήλι υποθέτω θα ήταν απαραίτητο εξάρτημα της στολής όπως λ.χ το μαντήλι των προσκόπων. (τριαμμάτες= Εις το Λεξικόν Ελευθερουδάκι αναγράφεται η λέξις Τριαμμαθιά, χωρίς ιδιαίτερον τι. Η Δίς Εσθήρ Τοράκι από το χωρίον Σκλαβοπούλα της Κρήτης, την οποίαν παρεκάλεσα, με πληροφορεί ότι η Τριαμμαθιά είναι μια μεγάλη σπηλιά με στενή είσοδο, σε απόσταση 2 περίπου ωρών από τη Σκλαβοπούλα. Μέσα σάυτή τη σπηλιά θρυλείται ότι εζούσαν άνθρωποι τριαμμάτηδες. Όποιος περνούσε απ’εκεί τον πιάνανε και εχάνετο πλέον. Κάποτε δυο γυναίκες έτυχε να περνούν απ’εκεί κοντά τη νύχτα και είδαν φώς. Ενόμισαν ότι εκεί ήσαν βοσκοί κι’ επήγαν να περάσουν τη νύχτα. Αλλά αντί για βοσκούς είδαν άγριους τριαμμάτες και καζάνια με ανθρώπινα κορμιά να βράζουν. Να φύγουν ήταν αδύνατον. Είπαν τότε στους τριαμμάτηδες ότι θέλουν να χύσουν το νερό τους και αυτοί τις έδεσαν με σκοινιά και τις άφησαν να βγούνε έξω, αλλά τις άκρες των σκοινιών τις κρατούσαν αυτοί από μέσα. Οι γυναίκες τότες άμα βγήκανε έξω ελυθήκανε και δέσανε τα σκοινιά σε κάτι θάμνους, για να παρουσιάζουν αντίσταση και έφυγαν. Τρέχοντας έφθασαν σε ένα χωργιό, διηγήθηκαν τα καθέκαστα και πήγαν κι’άλλοι από τα γύρω χωργιά και βάλανε φωθιά στην είσοδο της σπηλιάς και τους κατέκαυσαν. Έτσι εξωλοθρεύτηκαν οι τριαμμάτες.)
ΕΚΤ χρονολόγηση
1949
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Η μονομερίδα είναι ένα φίδι μιανής πιθαμής μάκρους έχει δύο κεφάλια και περπατεί την ημέρα μονάχα μια πιθαμή τόπο. Τη μονομερίδα δεν τη σκοτώνουν, γιατί δεν είναι καλό! Όποιος τη σκοτώση όμως πρέπει να τη σαβανώση με ένα παννί κόκκινο ή άσπρο και να τη θάψη. Αν δεν τη θάψη θα πάθη κακό ο άνθρωπος.
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Μια περιέργος Λαική παράδοσις. Εις απόστασιν ώρας περίπου από της ιδιαιτέρας μου πατρίδος Σελλασίας (τέως Βρουλιά), και προς το δυτικόν μέρος της περιφερείας αυτής επί λόφου,υψουμένου αμέσως προ της συμβολής δύο ρευμάτων, τα οποία εφεξής σχηματίζουν το είς τον Ευρώταν εκβάλλον ρεύμα της Λαγκάδας, υπάρχουν ερείπια μεσαιωνικού φρουρίου, ονομαζόμενα υπό των εντοπίων Παληοπαναγιά. Περί του φρουρίου αυτού, δια το οποίον καθ’όσον γνωρίζω, δεν έχουσιν ασχοληθή οι ειδικοί, διότι πιθανώς δεν σχετίζεται προς σημαντικόν πρόσωπον ή γεγονός των εις την Λακεδαίμονα παράδοσις, η οποία με το περίεργον περιεχόμενόν της, δίδει οπωσδήποτε πληροφορίας περί του φρουρίου τούτου. Κατά την παράδοσιν δηλαδή αυτήν, το εν λόγω φρούριον, κατώκουν οι Σκυνοκέφαλοι, οι οποίοι, ως λαός πολεμικός και ξένος προς τον τόπον, ευρίσκοντο εις συνεχή πόλεμον προς τους εντοπίους, κατοικούντας τότε εν τη αρχαία Σελλασία, ήτοι προς βορειοανατολάς της σημερινής κωμοπόλεως και εις το προς τον ποταμόν Οινούντα άκρον των εκεί αμπελώνων αυτής, των παρά την αμαξιτήν οδόν της Σπάρτης-Τριπόλεως. Προς κατάπαυσιν του εκατέρωθεν εξαντλητικού αυτού πολέμου, απεφασίσθη και ετελέσθη γάμος της θυγατρός του αρχηγού των Σελλασίων μετά του υιού του αρχηγού των Σκυνοκεφάλων. Αλλ’ο γάμος αυτός ταχέως απεκάλυψεν εις την νεόνυμφον πρώτον και ακολούθως δι’αυτής, καταφυγούσης προς τον πατέρα της, προς τούτον και προς τους άλλους Σελλασιείς, ότι οι Σκυνοκέφαλοι ήσαν …. Ανθρωποφάγοι. Η αποκάλυψις δε αυτή, προκαλέσασα την φρίκην και την αγανάκτησιν των Σελλασιέων, εκίνησεν αυτούς εις αποφασιστικήν εκστρατείαν κατά των Εκυνοκεφάλων, η οποία έσχεν ως αποτέλεσμα την κατανίκησιν και πλήρη εξόντωσιν αυτών και την καταστροδή του φρουρίου επι του οποίου, προς εξαγνισμόν του τόπου, και ανηγέρθη Ναός, εξ ού και η σημερινή ονομασία η περί του εν λόγω φρουρίου λαική παράδοσις, η οποία, νομίζω, ικανοποιητικάς πληροφορίας περί τούτου παρέχει διότι προφανώς οι Σκυνοφαλοι ή Σκυλοκέφαλοι, όπερ παρεμφερές προς το κοινώς επικράτησαν Σκυλοφράγκοι, και συνεπώς η παράδοσις αύτη διαπιστοί, ότι το φρούριον, εις το οποίον αναφέρεται, είναι Φραγκικόν, Φράγκοι δε οι κάτοικοι αυτού, και προσέτι εξαίρει το μίσος των εντοπίων κατά των ξένων τούτων επιδρομέων, χαρακτηρίζουσα αυτούς ανθρωποφάγους, ήτοι αποδίδουσα εις τούτους την βδελυροτέραν ιδιότητα κατά τας αντιλήψεις και είς τα παραμύθια του, διότι εις ταύτα, η ανθρωποφαγική ιδιότης αποδίδεται μόνον εις τα φανταστικά όντα, τους Δράκοντας ή Δράκους, σπανιώτατα δε εις ανθρώπους προς έξαρσιν της εσχάτης ελεεινότητός των.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1938
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κυριακόπουλος, Κ. Θ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Πλέυ του ανθρώπου εχθροι των αγοπροβάτων είναι ο λύκος, καλουμένος και ζούδι (το) η αλπού και τέλος ο ρήσος. Ο τελευταίος κατά τους ποιμένας της Ηλείας δεν υπάρχει σήμερον, υπήρχε όμως κατά τους παλαιότερους χρόνους η φαντασία μάλιστα των Ηλείων ποιμένων έχει πλάσει και διαφόρους παραδόσεις περί μεγάλων καταστροφών ποιμνίων υπό ρήσων . Φαντάζονται δε και περιγράφουν τον ρήσον ως είδος λύκου ή μεγάλου κυνός ή ουραγκουτάγκου, όστις ανερχόμενος επι των δένδρων και αποκόπτων μεγάλους κλάδους εκσφενδονά τούτους κατά των ποιμνίων και ποιμένων μετα μεγάλης ορμής. Όθεν και η παροιμιώδης φράσις <πετροβολάει σα ρήσος> επί του μετά μεγάλης ορμής και δυνάμεως εκσφενδονώντος λίθους. Η λέξις είναι σλαυική.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1948
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Εις την Κύπρον και ιδιαιτέρως εις την επαρχίαν Λάρνακος, όταν ένας ήθελε να καταραστή κάποιον του έλεγε : ‘’Nα σε φάη η κουφή του Πεντασσιοίνου’’. Ποια ήτο η περίφημη αυτή κουφή ; Πριν 150 περίπου χρόνια, κοντά εις το χωρίον Άγιος Θεόδωρος Λάρνακος, εζούσε μια υπερμεγέθης, κατά την παράδοσιν, κουφή. Τόσον μεγάλη ήταν, ώστε λένε ότι κατάπινε ολόκληρα αρνιά. Η κουφή αυτή ήτο ο φόβος καο ο τρόμος των κατοίκων της περιοχής. Ουδείς ετόλμα να πλησιάση το σπήλαιον, εις το οποίον εζούσε η κουφή αυτή, η οποία έλαβε το όνομά της εκ της περιοχής Πεντάσσιοινον, εις την οποία ευρίσκετο. Κάποτε σ’ένα διπλανό λιμανάκι άραξε ένα ξενικό πλοίο που είχε Έλληνα καπετάνιο. Ο καπετάνιος αυτός ήταν ένας ξανθός λεβέντης περίπου 30 ετών. Ήκουσεν εις την ταβέρναν του λιμανιού για την κουφή και απεφάσισε να την σκοτώση. Επήγε εις την σπηλιάν, που έμενεν η κουφή, και την ηύρεν να κοιμάται. Ενώ την εκοίταζε, αυτή εξύπνησε. Αμέσως το παλληκάρι την εκοίταξε στα μάτια. Ένοιωσε κάτι ακατανίκητο να τον τραβάη προς αυτή. Με πολλήν δυσκολίαν κατώρθωσε να υπερνικήση την μαγνητικήν δύναμιν της κουφής και να την σκοτώση με το πιστόλι του. Σαν έφτασε στο καράβι του, κοιτάχτηκε σ’ένα καθρέπτη κι έμεινε απολιθωμένος. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, το πρόσωπό του είχε ζαρώσει και φαινόταν σαν γέρος 100 χρονών από την έκπληξιν του πέθανε αμέσως. Έτσι έσβησε από την ζωήν ο άνδρας εκείνος που σκότωσε την περίφημη κουφή.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1957
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
λιοκόρνι (το)= κέρατον ελάφου, εν Κρήτης κομισθέν, ως λέγεται και πιστεύεται, έχον δύναμιν μαγικών ιαματικών. (Πολίτου, Παραδ. Β', 987ε. Παραμ β', 574)
ΕΚΤ χρονολόγηση
1920
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Τον καιρό που η πικρή σκλαβιά απλωνότανε στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, ζούσανε οι Τριμμάτιες, φυλή άγρια που τρεφότανε με αίμα ανθρωπινό, ληστές που τους γεννούσε ξαφνικά η αφρισμένη θάλασσα. Από τ’ Όθος ξεκίνησεν ο Παπάς, στοις δύο που τα μεσάνυκτα για να κατεβή στον Αφιάρτη να λειτουργήση το μοναστηράκι τ’ Άι Γιωργιού. Βουνά,λαγκάδια περνούσαν καβάλλα στη φοράδα του την ψρή, αυτός κι ο ψυχογυιός του, παιδί χρονώνε δώδεκα, μα μήτε φαντάσματα παντήσανε πουθενά, μήτε ξωτικά, γιατί ο Παπάς μπήκε στη λειτουργία, κι ο μικρός πότε στη φωτιά πρόσεχε, που’χεν ανάψει απ’έξω στη γωνιά, και πότε βοηθούσε στο ψαλτήρι. Την ώρα που θα ‘βγαινε ο Βασιλέας, ζήτησεν ο Παπάς κάρβουνα, κι ο ψυχογιός παίρνοντας το θυμιατό βγήκε τρεχάτος να τα φέρη, μα στη στιγμή γύρισε τρομαγμένος από κάτι ξαφνικό! -<Τι έπαθες ;> τον ρωτά ανήσυχος από μια κακή προαίσθησι> ο Παπάς. –Περπατούνε και τα κλαδιά πατέρα; Λέει μπερδεμένα ο μικρός. –< Όχι παιδί μου> του’πε, όσο μπορούσε πιο ψύχραιμα, μα το αίμα μαζεύτηκε στην καρδιά του γιατί μάντεψε το ανέλπιστο κακό. –Μα έλα να δής!> Δειλά, δειλά προβάλλει ο Παπάς στην πόρτα και βλέπει στο δρόμο που ανέβαινεν απ’τη θάλασσα κάτι πελώρια κλαδιά να σαλεύουν προς το μέρος τους. <Οι Τριμμάτιες!> ψιθύρισεν απελπιστικά. <Οι Τριμμάτιες!> ξανάπε τρεμουλιαστά ο Θανάσης και σαν καρφωμένος άνοιξε τα σβησμένα μάτια του ακκουμπώντας στον τοίχο. Είχ’ ακούσει γι’αυτούς από τρομαχτικές διηγήσεις των χωριανών του και η καρδιά του πήγε να σπάση… Κοιταχθήκανε βουβά μια στιγμή κι’οι δύο, κατκίτρινοι από το φόβο. <-Ναι παιδί μου πίσω από κάθε κλαδί κι ένας Τριμμάτις κρύβεται κι έτσι αποαπόκριά δεν τους βλέπεις… Χαθήκαμε παιδί μου τώρα!> -Άς φύγουμε πατέρα.. –Μα πώς ; νάτους είναι πολύ κοντά και τόσοι πολλοί!! Μονάχα την πόρτα πρόφτασε να κλείση και να βάλη το σιδερόκοντη και την ίδια στιγμή άγρια φωνή αντήχησε στη θολωτή σκεπή. <Άνοιξε!άνοιξε,τραγόπαπα,δε θα γλυτώσης>και κτύπος δυνατός στην πόρτα εσειούσε συθέμελα το εκκλησιδάκι. Το βλέμμα του το δακρυσμένο ο Παπάς έστρεψε προς την εικόνα του αγίου κι’απ’την ατάραχη μορφή της πήρε θάρρος και δύναμι. -<Περιμένετε, παλληκάρια μου, και σαν τελειώση η λειτουργία παραδίνομαι μόνος μου αλλιώς, θα με μαρμαρώση ο άγιος!> Κι αυτοί σαν από θεία φώτισι πιστέψανε ασυλλόγιστα στα λόγια του και ξαπλωθήκανε δίπλα στην πόρτα στο μοσκομυρωδάτο χώμα, κάτω απ’τη γλυκειά πρωινή λιακάδα που σιγά σιγά βάρυνε τα μάτια τους τα ματοκόκκινα και τους αποκοίμισε… Με τρόμο και πίστι αληθινή στον ύψιστο, ο λειτουργός πρόσφερε την ψύχη του δακρύζοντας σιωπηλά, και καταπίνοντας τα δάκρυά του που θερμά κυλούσανε ως τα χείλη, για τον κόσμο που θάχανε και για τα παιδάκια του, που άδικα θα τον περίμεναν στο χωριό και λαχταρούσε η καρδιά του να’ναι ατέλειωτη η λειτουργία. Σαν τελέιωσε την άγια Κοινωνία και ετοιμάσθηκε για τον θάνατο, κοίταξε μια την πόρτα και μια την εικόνα βουβά ζητώντας βοήθεια. Ένα θεικό θάρρος γέμισε την ψυχή του και στ’ακροδάχτυλα πατώντας προχώρησε στην πόρτα και τι βλέπει..! Οι Τριμμάτιες! Τους είχε πάρει ο ύπνος. Σαν μαύρες σκιές, σαν βορβόλακες, του φανήκανε, γιατί δεν τους είχε ξαναδή από τόσο κοντά. Τα χέρια και τα πόδια τως σαν κορμοί δέντρων! <Θεέ μου και ξεμίστευε τον κόσμο, εγώ τόπαθα, άλλος να μην το πάθη> εμουρμούρισε ο καλός Παπάς. Η άγρια ψυχή τως εφανερώτο στην αναπνοή των, που ανέβαινε στον αέρα σαν αχνός από νερό που βιαστικά χοχλάζει, και στα νύχια τους! Θεέ μου! Στην κρίσιμη αυτή στιγμή του μεγάλου κινδύνου παίρνοντας ο Παπάς μια υπερφυσική δύναμι, τρέχει προς την Αγία Τράπεζα, διπλώνει τα ιερά, και απ’την πίσω σκαλότρυπα τα ρίχνει έξω, ύστερα αρπάζει στον ώμο τον άφωνο ψυχογυιό του και με προσοχή αφάνταστη ανοίγει την πόρτα και σαν νυκτοπούλλι, αθόρυβα διασκελίζει ένα, ένα, τους ξωρκισμένους, που η θεία χάρι τους είχε αποναρκώσει μακάρια… Η κακομοίρα η φοράδα που σα να προαισθάνετο πως κάτι είχε συμβή στάφεντικό της περίμενε με τρουλλωμένα τα’αφτιά. Ο Παπάς τη χάιδεψε με τρεμουλιαστή ματιά κι ανέβηκε,αφού έδεσε το παιδί στα καπούλια και το δισάκκι με τα ιερά στη σέλλα το έξυπνο ζώο πέταξε σαν φτερωτό. Από το πάτημά της το τιναχτό ξυπνύσανε οι κοιμισμένοι Τριμμάτιες και ουρλιάσανε σαν τσακάλια, όταν αντίκρυσαν ορθάνοιχτη ην πόρτα. <Μας ξέφυγε, μωρέ το σκυλλί, εφώναξαν>. -<Θα τον πίασω, δεθα γλυτώση> εμούγκρισε το πρωτοπαλλήκαρο, και χύθηκε καταπάνω του, σαν γεράκι που από την πείνα μαυρίσανε τα μάτια του. Καιρός δε χάθηκε για συζήτησι και όλοι τον ακολουθούνε… Έφευγε η φοράδα σαν σαίττα και στο πέρασμά της οι βράχοι κατρακυλούσανε και τα κλαδιά παραμέριζαν, μα και οι Τριμμάτιες λυσσασμένοι την κυνηγούσαν από πίσω και της έρριχναν σαίττες κι όλο σιμώνανε κ’όλο σιμώνανε… Ο Παπάς είχε τα μάτια του κλειστά κι ούτε αισθανότανε, ούτε άκουε. Μονάχα μια αμυδρή ελπίδα του έμενε να γλυτώση με του Θεού τη δύναμι. Και των Τριμμάτιων η ψυχή άναβε από την άγρια λύσσα. Και τρέχουν… τρέχουν… Περνά μια ώρα,δύο ώρες κι ακόμη. Τώρα πια ανεβαίνανε μια πλαγιά του βουνού, που από τότε τη βγάλανε τα’αλόγου το ραχί, αποσταμένοι όλοι, και η φοράδα έβαλε όλα της τα δυνατά, για να κρατιέται σε μια μικρή απόστασι από τον αρχιτριμμάτι. Σε μια στιγμή που η φοράδα απογύρισε από μια κακοτοπιά, κόβει ο Τριμμάτις λοξά και φτάνει τη φοράδα στην κορυφή του βουνού που το λένε Πλάκες… Τι τρομερή στιγμή!... Αρπάζει τάλογο απ’την ουρά, μα κείνο με μια κίνησι απότομη του ξεφεύγει.. Το αρπάζει ξανά και χώνει τα σιδερόδοντά του στη σάρκα του. Απ’τον τρομερό πόνο το δύστυχο το ζώο πετάχτηκε ψηλά και χτυπώντας τον στην απελπισία του με τ’αναμμένα πέταλα,ανάμεσα στο κούτελλο, τον αξαπλώνει νεκρό, πλατύ στο στενό δρόμο… Στην πλάκα που χτυπήσανε τα μπροστινά πόδια της φοράδας, φαίνονται ακόμη σήμερα και τα σημάδια των πετάλων. Ο Παπάς σώθηκε… Αλλά το πιο ανεξάλειπτο σημάδι κι’από την σφραγίδα των πετάλων είναι η ζωντανή και αξέχαστη παράδοσι στη ψυχή του Καρπαθιακού λαού. (Τριμμάτιες : Πειραταί τρομεροί που κάνανε συχνότατες επιδρομές στα χωριά που βρισκότανε στα παράλια του νησιού μας. Τόσο άγριοι και τόσο βάρβαροι ήτανε που μόνο στο όνομά τους έτρεμε ο κόσμος. Γι’αυτό τους φανταζότανε σαν τέρατα, σαν υπερφυσικούς γίγαντες και έπλασε πολλές ιστορίες γι’αυτούς. Είχανε δυο μάτια στο μέτωπο κι’ ένα στο πίσω μέρος της κεφαλής έτσι έβλεπε συγχρόνως μπροστά και πίσω. Όταν βγαίνανε στη στεριά κόβανε πελώρια κλαδιά δέντρων και βάζοντάς τα μπροστά τους, περιπατούσανε αθώρητοι από τον κόσμο. Όθος: μεσόγειο χωριό με 200 σπίτια, χτισμένο στην υπώρεια της Μέλλουρας (ίδε εικ. Σελ. 200). Κατά την παράδοση το Όθος ήταν στον Αφιάρτη κατοικημένο και από το φ’οβο των πειρατών μετεφέρθη στα μεσόγεια. Αφιάρτη : H μεγαλύτερη και ευφορώτερη πεδιάδα της Καρπ. Εδώ ήτανε μια φορά μεγάλη πολιτεία (στα Κατελύματα) όπου ήτο και το Όθος, του οποίου οι κάτοικοι έχουν ακόμη σήμερα πολλά κτήματα, αν και είναι είς απόστασιν 4-5 ωρών και έξω από την σημερινή αγροτική περιφέρειά των. Σιδερόκοντης,ο = εσωτερικός περάτης της πόρτας. Πλάκες :Βουνό που απ’την κορφή του πρωτοβλέπεις το Όθος,γυρνώντας από τον Αφιάρτη.)
ΕΚΤ χρονολόγηση
1932
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Θεριόφειδον (το)= όφις θηρτώδης με πτερά με κέρατα και με πόδια.
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ζαράφτης, Ιωάννης
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
“Που πάνω που τη βρύση του Κερονιάτη κοντά στα Μαριτσά έχει ένα μυτωτό βράχο σαν πυραμίδα κι’εκεί πάνω λέουν πως το ετυλίετο ένα φίδι μεγάλο σαν έθελε να χωνέψη τα κατσίκια για τα’αρνιά που κατάπινεν ολάκκερα κάθε μέρα. Το φίδι αυτό το σκότωσεν ένας ριφιού ασβέστη άσβυστο και τον έφισεν κοντά στην φωλιά του φιδιού. Το φίδι το πήρε για ρίφι και το κατάπιε. Σε λίγο επήεν να πιή νερό κι ο ασβέστης έκαμεν ενέργεια κι έτσι έσκασε το φίδι”. Τούτο μας ενθυμίζει τον Φόρβαντα, ο οποίος κατά τον Υγίνον εφόνευσεν ένα πολύ μεγάλο φίδι, κι εξωλόθρευσεν όλα τα φίδια της Ρόδου, σαν τον επροσκάλεσαν στην Ρόδο όπως τους είπε το μαντείον.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1930
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βρόντης, Αναστάσιος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Σε γραφική τοποθεσία του Γοργογυριού, στα παλιά χρίνια φάνταζε το ξωκλήσι του Αιδημήτρη. Κάθε χρόνο πανηγύριζε μα ένα πελώριο φίδι κατέβαινε απ’τον Κόζιακα κι’έτρωγε πάντα τον πρώτο του χωριού. Έτσι ο χορός χαλούσε και την άλλη χρονιά κανένας δεν τολμούσε να χορέψει. Αυτό διήρκησε κάμποσα χρόνια. Μια όμως χρονιά στον περίβολο του ξωκλησιού φάνηκε μια άγνωστη γυναίκα με γλυκειά φυσιογνωμία να έχει στη μασχάλη τη ρόκκα με το γνέμα και είπε στους Γοργογυριάτες να χορέψουν και κανείς δεν πρόκειται να πάθει κακό. Ύστερ’ απ’τη διαβεβαίωση αυτή ένα παλλικάρι του χωριού, γιομάτο πίστη στα λόγια της γυναίκας, έτρεξε και μπήκε στο χορό. Το φίδι που παραμόνευε, κρυμμένο πιο πάνω, κατηφόρισε με γρηγοράδα για να φάει το παλλικάρι,αλλ’η γυναίκα με υψωμένη την ρόκκα, το κυνήγησε. Έντρομο το φίδι πήρε τον ανήφορο και φτάνοντας πιο ψηλά, τρύπησε το μεγάλο βράχο, που κλειούσε το δρόμο του. Από τότες το μέρος, που πέρασε το φίδι, ανοίγοντας τρύπα λέγεται : ‘’Τρύπιο λιθάρι’’. Οι Γοργογυριάτες ξηγήσανε πως η γυναίκα που έκαμε τον άθλο δεν μπορούσε να είναι άλλη απ’την Παναγιά.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1948
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Λιοκόρνι (το) κατά λέξιν λεοντοκέρας, κέρας μυθικού τινός ζώου, λέοντος κερασφόρου βιόντος εν Αφρική, όπερ εξησφίλιζε του φέρουτα από παντός κακού πλην ήτο σπαννιώτατσι διο και σήμερον σκεπτικές επί ασημάντων ‘ς συνηθεστάτων ανθρώπων λέγεται η λέξις, δηλούντας δ’ουχί το πολύτιμου και σπανιώτατου αυτά σύνηθες και περιφρονητέου ‘’ το λιοσκόρνι όλων τους αυτός είνε’’. Πρ. Πολίτου Παραδόσεις αρ. 388
ΕΚΤ χρονολόγηση
1915
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Δένδιας, Μιχαήλ
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Πολλά φίδια μεγάλα που βρίσκονται ακόμα στη Ρόδο οι χωρικοί μας τα φαντάζονται με κέρατα. Και οι αρχαίοι ένα είδος τέτοιων φιδιών τα ωνόμαζαν κερασφόρα (Ηροδ. Β. 74). Δια τούτο οι γόητες και οι γύρτες έπλασαν την θαυμασίαν προέλευσιν των κεράτων στα οποία απέδιδαν ιαματικάς δυνάμεις. Επειδή όμως φυσικά κέρατα φιδιών ήταν δυσκοόεύρετα επενόησαν πως ότι τα φίδια φεύγουν με το κάπνισμα του ελαφροκεράτου : Mε ελαφροκέρατο καπνίζουν ακόμα στη Ρόδο τους σταύλους για να επιτύχουν την απομάκρυνσιν τω φιδιών.
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
- Ο όφις ήβαλε φωθιά να κάψη τον κόσμο. Η κολυσαύρα ήσβυσε τη φωθιά, αλλά φοβάται μην τηνέ προκάμη ο όφις και τηνέ φάη. Άμα σου παντήξη κολυσαύρα να μην τηνέ σκοτώσης γιατί θα τρέμη 40 χρόνους η χέρα σου. Κόψε μόνο την ορά τζη, να μην τηνέ προκάμη ο όφις και τηνέ πιάση απο κειδά. Άμας θες να σταματήση η κολυσαύρα, δε σταματά αλλοιώς ά δεν τση πής : <δείξε μου τη γλώσσα σου γιατί θα το πώ του όφι>.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1949
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Οι παλαιοί ηλέανε ότι τη παλαιά εποχή ήτανε πολλοί δράκοι κ'είχανε τέσσερα μάθια.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1960
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Οι σκυλοκέφαλοι είναι δαιμόν απο το Λάκκο, απο το ποτάμι κεί το ρέμμα, που περάμε και πάμε στο Τσαγγάρι. Ήταν ανθρώπ'με σκύλινο κεφάλ'.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1958
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Σκυλοκέφαλοι : άνθρωποι με σκύλινο κεφάλι. Σώζεται ζωηρή ακόμα στην Ήπειρο η τρομερή παράδοση της Επιδρομής των Σκυλοκεφάλων, υπο την αρχηγίαν του Σκυλοκέφαλου Βασιλιά τους. Όταν είμουν μικρό παιδί και μας μολογούσαν οι γριές τες νύχτες του χειμώνα διάφορα παραμύθια των Σκυλοκεφάλων, κοιμώμουν κι’ωνειρευόμουν όλην την νύχτα τους φοβερούς Σκυλοκεφάλους. Οδηγούμενος από τον Προκόπιο, συγγραφέα ντου έκτου αιώνα, επί Ιουστινιανού (527-565) ο οποίος έγραψε το Χρονικόν : Ιουστινιανού Κτίσματα (περί τα 550 μ.Χ) στο οποίον αναφέρει την καταστροφήν των δύο πόλεων <Τέκμωνας> ανατολικώς των Ιωαννίνων, στο λόφο της Γαστρίτσας, όπου φαίνονται ερείπια αρχαίας πολιτείας, και Ευροίας δυτικώς κατά την ακρόπολη της Καστρίτσας, από τους κατοίκους των οποίων συνοικίστοικαν τα Γιάννινα, (και δεν αναφέρει μεν ονομαστικώς τα Γιάννινα, αλλ’από την περιγραφήν, που κάνει, είναι ασφαλαίς τα Γιάννινα) ταυτίζω την καταστροφήν αυτών των δύο πόλεων με την εισβολή των Οστρογότθων (523μ.Χ) υπο την αρχηγία του Τωτίλα, οι οποίοι Οστρογότθοι κατέστρεψαν στο διάβα τους, απ’άκρη σ’άκρη, την Ήπειρο. Οι Οστρογότθοι λοιπόν κατά την εικασίαν μου είναι οι ‘’Σκυλοκέφαλοι’’ των Ηπειρωτικών παραδόσεων ή παραμυθιών, διότι δεν μπορούμε να τους ταυτίσουμε με τους Σέρβους που επέδραμαν στην Ήπειρο με φωτιά και σίδερο, υπό την αρχηγία του βασιλιά τους Δουσίαν (1331-1333)διότι οι Σέρβοι είταν γνωστοί ως έθνος κι’όχι άγριοι στην μορφή, και δεν μπορούσαν να ονομαστούν Σκυλοκέφαλοι. Τον καιρό μάλιστα, που είμουν μικρός τραγουδούσαν στο χωριό μου (Σούλι Χρηστοβασίλη)και στα περίχωρα του πολλά τραγούδια, που δεν σώζονται σήμερα (Τσερκοβίτσα, Κρετούνιστα, Ράικου). Θυμούμαι έξη μόνον στίχους ενός τραγουδιού που έλεγε : Κάτω στην Άι-Παρασκευή με τους παχνούς τους ήσκιους χορός μεγάλος, γένονταν, μεγάλο πανηγύρι, κτλ.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1944
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Χρηστοβασίλης, Χρ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Το θεριό της Ρόδου δεν το σκότωσεν ο Σταυροφόρος Ντε Κοζών όπως έχουν να πούν οι Φράγκοι αλλά ένας Σαντορινιός που τον λέγουν ίσαμε σήμερα οι Τούρκοι στη γλώσσα τους Σαντουρλή. Ο Σαντορινιός αυτός έγδαρε δυο μικρά γαδουράκια κι αφού γέμωσε τα τουλούμια τους άσβυστο ασβέστη τα έφτισε στο μέρος που σύχναζεν το θεριό.΄Το πεινασμένο θεριό ως είδεν τα τουλούμια τα νόμισε ζωντανά γαδούρια και τα κατάπιε. Σαν δίψασε κι’ ήπιεν νερό ο ασβέστης άναψεν μέσα του και του ‘καψε τα σωτικά. Σαν το ‘μαθεν ένας Σταυροφόρος έκοψε το κεφάλι του Θεριού κι ‘εφώναζε πως το σκότωσεν αυτός. Έγινε τότες μεγάλο σούσουρο κι ο αρχηγός των Σταυροφόρων εδιάταξεν το Σαντορινιά να φύγη που τη Ρόδο. Έφυγεν ο Σαντορινιός μα η τοποθεσία Σαντουρλή κοντά στα Κρητικά διαλαλεί το όνομα και την εξυπνάδα του.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1950
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βρόντης, Αναστάσιος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Η μονομερίδα : φανταστικός μάλλον όφεις, όν υποθέτουσι με δυο κεφαλάς, μίαν εμπρός και μίαν όπισθεν αντί ουράς.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1917
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παπανδρέου, Γεώργιος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Δρακουπ'δήματα,τα. Γούβες στη σειρά σαν τα ίχνη του λαγού το χειμώνα στο χιόνι. Πιστεύουν ότι ο δράκος απο την κορυφή της Γκιώνας πηδώντας πέρασε απέναντι και στο πέρασμά του άφησε τις γούβες αυτές ίχνη. Το δράκο φαντάζονται άνθρωπο με ακαθόριστη μορφή και με ορμή ανέμου, τρώγει ανθρώπους, βλέπει με κλειστά μάτια και με ανοιχτά κοιμάται χωρίς να βλέπη. Το παραμύθι των σαράντα δράκων είναι γνωστό πολύ.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1928
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Κόλιας, Γ. Τ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Μια φορά ο γέρο - Κατσούλης είχε τα πρόβατα του και τα είχε σταλισμένα κάτω από ένα δέντρο και ο ίδιος ήταν γυρμένος κάτω από το δέντρο και λαγοκοιμότανε. Ε - ίχε κι’ ένα σκυλάκι κοντά του κιέκεί που κοιμότανε τα’ακούει κι’αλυχτάει, μα τι να σου πώ, χάλαγε τον κόσμο. Ανοίγει τα μάτια του και γλέπει ένα φίδι μεγάλο σαν άνθρωπος. Το μάτι του ήταν τόσο, σαν ένα μεγάλο καρύδι. Έκαμε σα πέρα και χάθηκε. Τήραξε από δώ ο Κατσόουλης, να βρή την τρούπα του, τήραξε από κεί, τίποτε. Ο ίδιος ο Κατσούλης μια άλλη φορά κοιμόταν σε μια ρεμματιά. Ακούει τα’αγκάθια, τα κλαριά τρίζανε. Τηράει και γλέπει ένα θεριό, ούτε φίδι, ούτε άνθρωπος. Ήτανε ούλο γαιτάνια : πράσινα, κόκκινα, γαλάζα και στο κούτελό του είχε δυό πράματα σαν βωδότσεπα και λάμπανε. Παίρνει πέτρες για να το βαρέση και τι πέτρες κάτι τόσες, εκατό δράμια, μιδή οκά! Εκείνες πηδάγανε γύρω του και δεν το βαρήγανε. Μα δεν εσάλευε και εκείνο μπίτι! Εθάρρεψε ο Κατσούλης και το ζύγωσε και πήγε κοντά του, έκανε το σταυρό του κι’είπε : ‘’Παναγία μου !’’. Εκείνο στάθηκε ξερό κι’απ’εκεί που ήταν γυρισμένο κατά πάνω το έστριψρ και μπήκε μέσα σε μια τρούπα. Χώνεται αυτόν από πίσω του, ήταν μεγάλη που χωρούσε άνθρωπος- και σα μπήκε λιγουλάκι πάρα μέσα, τηράει και τι να ιδή ; κάρκαρο, βάθος που χανόταν το μάτι σου. Γύρισε πίσω τρεμουλιασμένος.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1939
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ταρσούλη, Γεωργία
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Ένας Δαματρενός περνώντας απο το Φρέ όξω που το χωριό του μέσα σ'ένα δάσος είδεν ένα φίδι χοντρό σαν το χοίρο κι εμούγκριζεν. Χωρίς να τα χάση έβαλε φωτιά στο δάσος και το φίδι επέταξε στη θάλασσα μαζί με άλλα δυό τέτοια.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1930
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βρόντης, Αναστάσιος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Στην τοποθεσία αυτή άλλοτε υπήρχε αρκετό νερό. Λόγω της συστάσεως του εδάφους, που παρουσιάζει ρωγμές, το νερό με τον καιρό λιγώστεψε. Ο λαός, επηρεασμένος από το δράκοντα, που κράτησε το νερό κάποιας πόλης, και σκοτώθηκε από τον Άι- Γιώργη, απέδωσε τη λιγόστεψη του νερού στην εμφάνισι κάποιου δράκου. Απ’εκεί προέκυψε η ονομασία ‘’Γράκοντας’’ αντί δράκοντας που η αλλαγή του (δ) με το (γ) είναι συχνή στην Κυπριακή διάλεχτο.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1961
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Στυλιανίδης, Στέλιος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Μια φορά το φίδι ήτανε μεγάλο θηρίο και καβαλλάρη ακόμα μπορούσε να γκρεμίση κάτω από το άλογο. Γι’ αυτό ο Θεός το καταράστηκε το φίδι και σώρνεται της κοιλιάς. Αυτό εθύμωσε γι’αυτό και τώρα, άμα βλέπει άνθρωπο τον κυνηγάει από κοντά και του ρήχνεται να τον φάη ή να τον χτυπήση με την ουρά του. Αλλά και ο άνθρωπος μπορεί να το χτυπήση με μαχαίρι και να το κόψη.
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Τυφλίτης όφις χρώματος ερυθροί με γραμμαί εγκαρσίους. Παρά δοσις ότι ήτο μέγας όφις εφορμήσας δι κατά του Αγ. Γεωργίου ‘ς Δημητρίου έλαβε την κατάραν των, δι’ήν το μίγα σειμό τον εσμικρύνθη, αι δε γραμμαί εξηγούνται ως ίχνη τον άλλοστε πελωρίου στόματος, επί πλέον δε’ ετυφλόθησετες εστε μόνον κατά πάσον ογδόην ημέραν να βλέπη.
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Σαλβάνος, Γεράσιμος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Το στραβόφιδο δεν το δέχεται η γής= το δηλητηριώδη όξυν τον λεγόμενον στραβόφιδο δεν δέχεται η γή εν τοις κόλεσης, αλλ'εν περιπλανάται δήξαν τους ανθρώπους.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1918
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
το θηριοχτάποδο= μυθολογούμενον χταπόδι δια των πλοκαμων του αποθετών βράχους εις θέσιν Αίς Στέφανος.
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Είνι κάτ φείδια με δγιό κεφάλια κι τα λέν μουνουμερίδις. Αυτά άμα τα σκουτώης κι δεν τα σαββανώτης κι δεν τα θάψις, καθώς λένι, θα πιθάνις 'ς του χρόνου απάν. (μουνουμερίδις= είδη μικρού όφεις χρυσίζοντος εν Χίω ήλεα)
ΕΚΤ χρονολόγηση
1918
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Ήταν ένα χωριό στου φουρνομύτη, τώρα είναι χαλάσματα, κι εκεί καθόντασε σκυνοκεφάλοι που τρώγανε ανθρώπους κι’ ήρθαν και πήραν μια γυναίκα από το Παλιοχώρι (Τσίχλα). Εκεί στο Παλιοχώρι δεν το ξέρανε πως τρώνε ανθρώπους και τη δώκαν την κοπέλα. Πέρασε καιρός, πήγε ένας αδερφός της να την ιδή. Όταν έφτασε στο χωριό η αδερφή του έλειπε για τα ξύλα και πιάσανοι σκυνοκεφάλοι και ήτον σφάξαν σαν αρνί. Τόνε λιανίσανε, τονε βάλαν μέσα σ’ένα κιούπι, και τον παστώσαν, σάμπως παστώνουν το χοιρινό. Η αδερφή του δεν ήξερε τίποτε. Σαν περάσαν πέντε-δέκα μέρες, της είπαν : - Άειντε να βγάλης παστό, να βάλης φαί να φάμε. –Τι φαί να φτιάσω να φάμε ; Βγάλε από το κιούπι, πόχουμε κρέας παστό. Ο αδερφός της ήταν αρραβωνιασμένος και φόρηγε δαχτυλίδι, την αρρεβώνα. Πήγε η αδερφή του να βγάλη το κρέας από το κιούπι και βρήκε το χέρι του με την αρρεβώνα και το γνώρισε. Την έπιασε ένας ρίγος λιγοθύμησε. Τρέχουν εκείνοι και βγάνουν τα μαχαίρια. Ετοιμαστήκανε να την καθαρίσουν κι’ αυτήν. Θα μας πάη θράσα, λένε. Άπ!, άνοιξε τα μάτια της η γυναίκα, ξελιγοθύμησε. Της λένε : ΄΄Τι έχεις ; Τι έχεις ; -Δεν έχω τίποτε, λέει αυτή. Τους αφήκε και ξέγνιασαν, σηκώνεται, ξεσούρνεται και μπουχός πήγε πίσω στο χωριό της. Στο σπίτι του πατέρα της ανησυχούσαν και ψάχναν να βρούν το παιδί. Φτάνει εκεί πέρα και τους λέει πως είχανε παστώσει τον αδερφό της, τους έδειξε και το δαχτυλίδι. Κατάλαβαν αυτοί πως ήταν ανθρωποφάγοι και πήραν κι’ ένα άλλο χωριό, το Δέυτρα και πήγαν και τους καθαρίσανε. Ένας μονάχα τους ξέφυγε. (θα μας πάει θράσα= μη δεν προλάβουν να τη σφάξουν και ψοφήση σαν τα ζώα που πρέπει να βγάλη αίμα για να το φάνε.)
ΕΚΤ χρονολόγηση
1939
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ταρσούλη, Γεωργία
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Στου Σκουλά το λάκκο. Είναι ένα χωράφι, λάκκος στα όρη.Κοντά είναι και του Σκουλά ο ταύκος ή Τρύπα. Εκεί μέσα, λέγουν ήταν θεριό στοιχειωμένο,μια αρκούδα και βύζανε. Στην τρύπα έπεσε τυχαίως κάποιος διαβάτης και έμεινε μήνες βυζάνοντας την αρκούδα, γιατί δεν μπορούσε να βγή έξω, και ύστερα βγήκε μαζί με το θεριό κρατώντας τα από τον πόδα, όταν ήλθαν οι Άγγελοι με αστροπελέκια και κατσούνες και την πήραν έτσι πιστεύουν ότι τα θεριά αυτά της γής, αν τα’αφήσουν οι Άγγελοι να βγούν έξω, θα εξολοθρεύσουν κόσμο. Γι’αυτό τους στέλνει ο θεός και των Ρίχνουν αστροπελέκια, για να τα ζαλίζουν και τότε τα παίρνουν με μεγάλες σιδερένιες κατσούνες και τα ρίχνουν στη Μαύρη Θάλασσα. Ο άνθρωπος μας λοιπόν δεν έπαθε τίποτε. Τα μαλλιά του όμως και τα γένεια του είχαν τόσο μεγαλώσει, που ήταν αγνώριστος και γι’αυτό τον έβγαλαν Σκουλά, δηλ. μαλλιαρό με πλεξούδες και τον τόπο στου Σκουλά. Η παράδοσις όμως φαίνεται υστερογενής. Οικογένεια Σκουλά υπάρχει, όπως είπαμε, είς τ’Ανώγεια.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1939
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Δαφέρμος, Γεώργιος
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Από τα παληά χρόνια σώζεται στα Ανώγεια η βρύση της Ζώμυθος, όπου έχει 7 στέρνες και πίνουν νερό τα κοπάδια. Εκεί εκατέβαινε ένα θηρίο και ρουφούσε το νερό και μετά το ρούφηγμα επερνούσαν τρείς ημέρες για να ξαναφανή νερό στη βρύση. Όλοι ήταν απογοητευμένοι γιατί άνθρωποι και ζώα πεθαίναν από τη δίψα. Ένας από τοις Ανωγειανούς, ο Μανούρας αποφάσισε να σκοτώση το θηρίο κι’ έκαμε όρκο και είπενε : "Μπλειό μου σε τάβλα δε δειπνώ σε στρώμα δεν κοιμούμαι, ά σε σκοτώσω το θεργιό απουδά οψές στη βρύση. Κι είχε διπλές τσί κεφαλές και δύο ζευγάργια μάθια κι ήβγανε που τ’αρθούνια ντου δύο καμηνιώ φουγάρο". Οι χωργιανοί του έταξαν μεγάλες αμοιβές: "M’αν το σκοτώσης Μανουρά το η Βρύσης το λιοντάρι" παίρνεις τρακόσα πρόβατα κι’ έναν κρυγιό μπροστάρη". Πρώτος να πχαίνης στο νερό κι’ομπρός να τα ποτίζης" και στ’ ασφεντόμνου τ’ ασκιανό να πά να τα σταλίζης". Τότε ο Μανουράς εμάζεψε αλάτι πολύ και έβαλε μέσα στις στέρνες την ώρα που ήξερε πως θα κατεβή το θηρίο. Αυτός ο ίδιος ανέβηκε σ’ ένα σφένταμνο που ήταν εκεί κοντά και κρατούσε και τη σαίτα του. Έρχεται λοιπόν το θηρίο να πιή νερό. Πάει στην πρώτη γούρνα, αλμυρό. Το θηρίο έμεινε με το στόμα ανοιχτό και ο Μανουράς ρίχνει τη σοίτα και το πληγώνει στον ουρανίσκο, Πέφτει κάτω το θηρίο και η ουρά του ετυλήχτηκε στο σφένδαμνο και το δένδρο εκουνήθηκε σε σημείο να ξερριζωθή. Ο άνθρωπος έβαλε μια φωνή και το θηρίο εστράφηκε και τον είδε και του φώναζε : "Σον είσοι άντρας Μανουρά κατέβα παίξε κι’ άλλη" να πάρης χίλια πρόβατα χωρίς τον ομποστάρη". Και ο Μανουράς απάντησε: "Μια φορά μ’εγέννησε η μάννα που μ’ εγέννα" και μια φορά την ήπαιξα τη σαιθιά γα σένα". Το θηρίο έφυγε και σύρθηκε έως τη φωληά του, αλλά, δεν πρόφθασε να μπή μέσα κι’ εψόφησε. Οι μύγες επήγαν και το φάγανε, και από τότε το μέρος λέγεται τση μύγιας το φαράγκι.
ΕΚΤ χρονολόγηση
1949
ΕΚΤ τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Συλλογή
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
×
×