Η Αγία Λεσβία είχε κοιμηθή στην Πάρο κ΄επήγανε οι πειρατές και την κλέψανε και την φέρανε στην τοποθεσία Στάβλος και Μάραθος στη Πέρα Μεριά Ικαρίας. Την κρύψανε μεσ’ σε μιαν καμάρα (= σπηλια). Όταν την εβάλανε εκεί μέσα οι πειρατές εφύγανε κ’ εχαθήκανε. Κάποιος χωριανός εκεί πέρα είχε μια σκύλα κ’ επήγε κ’ εγέννησε εκεί στην κάμαρα την νύχτα τον ενείρευγεν η αγία Λεσβία και του έλεγε. – «Έλα να πάρης τη σκύλλα σου που εγέννησε επάνω μου». Αυτός δεν ήξερε που ήταν γεννημένη. Λοιπόν της έδεσε πάνω της άχερα για να τα μπλάζη (σκορπίζει) στο δρόμο και να την βρή που θα πάη. Όπου τη βρήκε στην κάμαρα κ’ είχε τρία σκυλιά. Τον ‘νείρεψε η αγία Λεσβία, αυτά τα σκυλιά να μην τα χαλάση γιατί μια μέρα θα του χρειαστούνε του είπε ακόμη ότι είναι η Αγία Λεσβία και βρήκε τα λείψανα. Έχτισε εκεί στην κάμαρα ένα κιβούκλιο, μικρό εκκλησάκι. Μετά θέλανε να κάμουνε πανηγύρι κ΄ εσκέφτησαν να πά να πάρουν κατσίκια. Την νύχτα αυτός που βρήκε τα οστά είχε ένα κουμπάρο και του λέει, να πάμε να πάρωμε τα κατσίκια για το πανηγύρι. Εσυνεννοήθησαν να πάνε πέρα στην Προησπέρα να φέρουν τα κατσίκια. Την νύχτα έπεσε να κοιμηθεί ο κουμπάρος κ’ επερίμενε τον άλλον κουμπάρο να ’ ρθη να πάνε για τα κατσίκια. Την νύκτα, του φώναξε ο κουμπάρος, - «σήκω να πάμε για τα κατσίκια». Λέει - «τώρα μόλις έπεσα να κοιμηθώ». – «Όχι του λέει, σήκω απάνω». Σηκώνεται ο κουμπάρος και ντύνεται. Του φωνάζει – «Κουμπάρε περίμενε με». – Αυτός έφευγε. – «Λέει του απάντεχε». Αυτός του λέει – «απαντώ» δε του ‘λεγε απαντέχω». Επροχώρησαν κ’ έφτασαν στις Κάτω Ράχες, στην τοποθεσία - «Στου Να». Όταν φτάσανε εκεί ο κουμπάρος που πήγαινε μπροστά έγινε σύννεφο κ’ εγυρεψε να τον καπακιάση να τον κχαλάση. Αυτός είδε αυτό το σύννεφο που ήταν να τον σκεπάση εφώναξε τα τρία σκυλιά, που τον είχε ‘νειρέψει η Αγία Λεσβία, να μην τα χαλάση και τα είχε ονοματίσει Τσαγκού, Περιστέρι, και Χελιδόνι. Εφώναζε τα σκυλιά - «Να Τσαγιού, να Χελιδόνι, να Χρυσό Περιστέρι». Εχύθασαν τα σκυλιά και το κόψανε αυτό το σύννεφο και το διαλύσανε. Πέφτει ο άνθρωπος αποκάτω σε μια πέτρα και πάνε τα σκυλιά και ψοφήσανε στα πόδια του. Μετά εσηκώθη και πήε στην Προϊσπέρα και ετάχτηκε όπου ξημερώθη να χτίση μιαν εκκλησία. Εκεί που ‘ξημερώθηκε έχτισε τον Άγιο Θεολόγο που είναι ως σήμερο

Η Αγία Λεσβία είχε κοιμηθή στην Πάρο κ΄επήγανε οι πειρατές και την κλέψανε και την φέρανε στην τοποθεσία Στάβλος και Μάραθος στη Πέρα Μεριά Ικαρίας. Την κρύψανε μεσ’ σε μιαν καμάρα (= σπηλια). Όταν την εβάλανε εκεί μέσα οι πειρατές εφύγανε κ’ εχαθήκανε. Κάποιος χωριανός εκεί πέρα είχε μια σκύλα κ’ επήγε κ’ εγέννησε εκεί στην κάμαρα την νύχτα τον ενείρευγεν η αγία Λεσβία και του έλεγε. – «Έλα να πάρης τη σκύλλα σου που εγέννησε επάνω μου». Αυτός δεν ήξερε που ήταν γεννημένη. Λοιπόν της έδεσε πάνω της άχερα για να τα μπλάζη (σκορπίζει) στο δρόμο και να την βρή που θα πάη. Όπου τη βρήκε στην κάμαρα κ’ είχε τρία σκυλιά. Τον ‘νείρεψε η αγία Λεσβία, αυτά τα σκυλιά να μην τα χαλάση γιατί μια μέρα θα του χρειαστούνε του είπε ακόμη ότι είναι η Αγία Λεσβία και βρήκε τα λείψανα. Έχτισε εκεί στην κάμαρα ένα κιβούκλιο, μικρό εκκλησάκι. Μετά θέλανε να κάμουνε πανηγύρι κ΄ εσκέφτησαν να πά να πάρουν κατσίκια. Την νύχτα αυτός που βρήκε τα οστά είχε ένα κουμπάρο και του λέει, να πάμε να πάρωμε τα κατσίκια για το πανηγύρι. Εσυνεννοήθησαν να πάνε πέρα στην Προησπέρα να φέρουν τα κατσίκια. Την νύχτα έπεσε να κοιμηθεί ο κουμπάρος κ’ επερίμενε τον άλλον κουμπάρο να ’ ρθη να πάνε για τα κατσίκια. Την νύκτα, του φώναξε ο κουμπάρος, - «σήκω να πάμε για τα κατσίκια». Λέει - «τώρα μόλις έπεσα να κοιμηθώ». – «Όχι του λέει, σήκω απάνω». Σηκώνεται ο κουμπάρος και ντύνεται. Του φωνάζει – «Κουμπάρε περίμενε με». – Αυτός έφευγε. – «Λέει του απάντεχε». Αυτός του λέει – «απαντώ» δε του ‘λεγε απαντέχω». Επροχώρησαν κ’ έφτασαν στις Κάτω Ράχες, στην τοποθεσία - «Στου Να». Όταν φτάσανε εκεί ο κουμπάρος που πήγαινε μπροστά έγινε σύννεφο κ’ εγυρεψε να τον καπακιάση να τον κχαλάση. Αυτός είδε αυτό το σύννεφο που ήταν να τον σκεπάση εφώναξε τα τρία σκυλιά, που τον είχε ‘νειρέψει η Αγία Λεσβία, να μην τα χαλάση και τα είχε ονοματίσει Τσαγκού, Περιστέρι, και Χελιδόνι. Εφώναζε τα σκυλιά - «Να Τσαγιού, να Χελιδόνι, να Χρυσό Περιστέρι». Εχύθασαν τα σκυλιά και το κόψανε αυτό το σύννεφο και το διαλύσανε. Πέφτει ο άνθρωπος αποκάτω σε μια πέτρα και πάνε τα σκυλιά και ψοφήσανε στα πόδια του. Μετά εσηκώθη και πήε στην Προϊσπέρα και ετάχτηκε όπου ξημερώθη να χτίση μιαν εκκλησία. Εκεί που ‘ξημερώθηκε έχτισε τον Άγιο Θεολόγο που είναι ως σήμερο
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Η Αγία Λεσβία είχε κοιμηθή στην Πάρο κ΄επήγανε οι πειρατές και την κλέψανε και την φέρανε στην τοποθεσία Στάβλος και Μάραθος στη Πέρα Μεριά Ικαρίας. Την κρύψανε μεσ’ σε μιαν καμάρα (= σπηλια). Όταν την εβάλανε εκεί μέσα οι πειρατές εφύγανε κ’ εχαθήκανε. Κάποιος χωριανός εκεί πέρα είχε μια σκύλα κ’ επήγε κ’ εγέννησε εκεί στην κάμαρα την νύχτα τον ενείρευγεν η αγία Λεσβία και του έλεγε. – «Έλα να πάρης τη σκύλλα σου που εγέννησε επάνω μου». Αυτός δεν ήξερε που ήταν γεννημένη. Λοιπόν της έδεσε πάνω της άχερα για να τα μπλάζη (σκορπίζει) στο δρόμο και να την βρή που θα πάη. Όπου τη βρήκε στην κάμαρα κ’ είχε τρία σκυλιά. Τον ‘νείρεψε η αγία Λεσβία, αυτά τα σκυλιά να μην τα χαλάση γιατί μια μέρα θα του χρειαστούνε του είπε ακόμη ότι είναι η Αγία Λεσβία και βρήκε τα λείψανα. Έχτισε εκεί στην κάμαρα ένα κιβούκλιο, μικρό εκκλησάκι. Μετά θέλανε να κάμουνε πανηγύρι κ΄ εσκέφτησαν να πά να πάρουν κατσίκια. Την νύχτα αυτός που βρήκε τα οστά είχε ένα κουμπάρο και του λέει, να πάμε να πάρωμε τα κατσίκια για το πανηγύρι. Εσυνεννοήθησαν να πάνε πέρα στην Προησπέρα να φέρουν τα κατσίκια. Την νύχτα έπεσε να κοιμηθεί ο κουμπάρος κ’ επερίμενε τον άλλον κουμπάρο να ’ ρθη να πάνε για τα κατσίκια. Την νύκτα, του φώναξε ο κουμπάρος, - «σήκω να πάμε για τα κατσίκια». Λέει - «τώρα μόλις έπεσα να κοιμηθώ». – «Όχι του λέει, σήκω απάνω». Σηκώνεται ο κουμπάρος και ντύνεται. Του φωνάζει – «Κουμπάρε περίμενε με». – Αυτός έφευγε. – «Λέει του απάντεχε». Αυτός του λέει – «απαντώ» δε του ‘λεγε απαντέχω». Επροχώρησαν κ’ έφτασαν στις Κάτω Ράχες, στην τοποθεσία - «Στου Να». Όταν φτάσανε εκεί ο κουμπάρος που πήγαινε μπροστά έγινε σύννεφο κ’ εγυρεψε να τον καπακιάση να τον κχαλάση. Αυτός είδε αυτό το σύννεφο που ήταν να τον σκεπάση εφώναξε τα τρία σκυλιά, που τον είχε ‘νειρέψει η Αγία Λεσβία, να μην τα χαλάση και τα είχε ονοματίσει Τσαγκού, Περιστέρι, και Χελιδόνι. Εφώναζε τα σκυλιά - «Να Τσαγιού, να Χελιδόνι, να Χρυσό Περιστέρι». Εχύθασαν τα σκυλιά και το κόψανε αυτό το σύννεφο και το διαλύσανε. Πέφτει ο άνθρωπος αποκάτω σε μια πέτρα και πάνε τα σκυλιά και ψοφήσανε στα πόδια του. Μετά εσηκώθη και πήε στην Προϊσπέρα και ετάχτηκε όπου ξημερώθη να χτίση μιαν εκκλησία. Εκεί που ‘ξημερώθηκε έχτισε τον Άγιο Θεολόγο που είναι ως σήμερο

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Ικαρία, Ράχες


1962




Λ. Α. αρ. 2449, σελ. 100 – 102, Γεωργ. Σπυριδάκη, Ικαρία, (Περιοχή Ραχών), 1962

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/292767



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)