Ήταν ένα χωριό στου φουρνομύτη, τώρα είναι χαλάσματα, κι εκεί καθόντασε σκυνοκεφάλοι που τρώγανε ανθρώπους κι’ ήρθαν και πήραν μια γυναίκα από το Παλιοχώρι (Τσίχλα). Εκεί στο Παλιοχώρι δεν το ξέρανε πως τρώνε ανθρώπους και τη δώκαν την κοπέλα. Πέρασε καιρός, πήγε ένας αδερφός της να την ιδή. Όταν έφτασε στο χωριό η αδερφή του έλειπε για τα ξύλα και πιάσανοι σκυνοκεφάλοι και ήτον σφάξαν σαν αρνί. Τόνε λιανίσανε, τονε βάλαν μέσα σ’ένα κιούπι, και τον παστώσαν, σάμπως παστώνουν το χοιρινό. Η αδερφή του δεν ήξερε τίποτε. Σαν περάσαν πέντε-δέκα μέρες, της είπαν : - Άειντε να βγάλης παστό, να βάλης φαί να φάμε. –Τι φαί να φτιάσω να φάμε ; Βγάλε από το κιούπι, πόχουμε κρέας παστό. Ο αδερφός της ήταν αρραβωνιασμένος και φόρηγε δαχτυλίδι, την αρρεβώνα. Πήγε η αδερφή του να βγάλη το κρέας από το κιούπι και βρήκε το χέρι του με την αρρεβώνα και το γνώρισε. Την έπιασε ένας ρίγος λιγοθύμησε. Τρέχουν εκείνοι και βγάνουν τα μαχαίρια. Ετοιμαστήκανε να την καθαρίσουν κι’ αυτήν. Θα μας πάη θράσα, λένε. Άπ!, άνοιξε τα μάτια της η γυναίκα, ξελιγοθύμησε. Της λένε : ΄΄Τι έχεις ; Τι έχεις ; -Δεν έχω τίποτε, λέει αυτή. Τους αφήκε και ξέγνιασαν, σηκώνεται, ξεσούρνεται και μπουχός πήγε πίσω στο χωριό της. Στο σπίτι του πατέρα της ανησυχούσαν και ψάχναν να βρούν το παιδί. Φτάνει εκεί πέρα και τους λέει πως είχανε παστώσει τον αδερφό της, τους έδειξε και το δαχτυλίδι. Κατάλαβαν αυτοί πως ήταν ανθρωποφάγοι και πήραν κι’ ένα άλλο χωριό, το Δέυτρα και πήγαν και τους καθαρίσανε. Ένας μονάχα τους ξέφυγε. (θα μας πάει θράσα= μη δεν προλάβουν να τη σφάξουν και ψοφήση σαν τα ζώα που πρέπει να βγάλη αίμα για να το φάνε.)

Ήταν ένα χωριό στου φουρνομύτη, τώρα είναι χαλάσματα, κι εκεί καθόντασε σκυνοκεφάλοι που τρώγανε ανθρώπους κι’ ήρθαν και πήραν μια γυναίκα από το Παλιοχώρι (Τσίχλα). Εκεί στο Παλιοχώρι δεν το ξέρανε πως τρώνε ανθρώπους και τη δώκαν την κοπέλα. Πέρασε καιρός, πήγε ένας αδερφός της να την ιδή. Όταν έφτασε στο χωριό η αδερφή του έλειπε για τα ξύλα και πιάσανοι σκυνοκεφάλοι και ήτον σφάξαν σαν αρνί. Τόνε λιανίσανε, τονε βάλαν μέσα σ’ένα κιούπι, και τον παστώσαν, σάμπως παστώνουν το χοιρινό. Η αδερφή του δεν ήξερε τίποτε. Σαν περάσαν πέντε-δέκα μέρες, της είπαν : - Άειντε να βγάλης παστό, να βάλης φαί να φάμε. –Τι φαί να φτιάσω να φάμε ; Βγάλε από το κιούπι, πόχουμε κρέας παστό. Ο αδερφός της ήταν αρραβωνιασμένος και φόρηγε δαχτυλίδι, την αρρεβώνα. Πήγε η αδερφή του να βγάλη το κρέας από το κιούπι και βρήκε το χέρι του με την αρρεβώνα και το γνώρισε. Την έπιασε ένας ρίγος λιγοθύμησε. Τρέχουν εκείνοι και βγάνουν τα μαχαίρια. Ετοιμαστήκανε να την καθαρίσουν κι’ αυτήν. Θα μας πάη θράσα, λένε. Άπ!, άνοιξε τα μάτια της η γυναίκα, ξελιγοθύμησε. Της λένε : ΄΄Τι έχεις ; Τι έχεις ; -Δεν έχω τίποτε, λέει αυτή. Τους αφήκε και ξέγνιασαν, σηκώνεται, ξεσούρνεται και μπουχός πήγε πίσω στο χωριό της. Στο σπίτι του πατέρα της ανησυχούσαν και ψάχναν να βρούν το παιδί. Φτάνει εκεί πέρα και τους λέει πως είχανε παστώσει τον αδερφό της, τους έδειξε και το δαχτυλίδι. Κατάλαβαν αυτοί πως ήταν ανθρωποφάγοι και πήραν κι’ ένα άλλο χωριό, το Δέυτρα και πήγαν και τους καθαρίσανε. Ένας μονάχα τους ξέφυγε. (θα μας πάει θράσα= μη δεν προλάβουν να τη σφάξουν και ψοφήση σαν τα ζώα που πρέπει να βγάλη αίμα για να το φάνε.)
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ήταν ένα χωριό στου φουρνομύτη, τώρα είναι χαλάσματα, κι εκεί καθόντασε σκυνοκεφάλοι που τρώγανε ανθρώπους κι’ ήρθαν και πήραν μια γυναίκα από το Παλιοχώρι (Τσίχλα). Εκεί στο Παλιοχώρι δεν το ξέρανε πως τρώνε ανθρώπους και τη δώκαν την κοπέλα. Πέρασε καιρός, πήγε ένας αδερφός της να την ιδή. Όταν έφτασε στο χωριό η αδερφή του έλειπε για τα ξύλα και πιάσανοι σκυνοκεφάλοι και ήτον σφάξαν σαν αρνί. Τόνε λιανίσανε, τονε βάλαν μέσα σ’ένα κιούπι, και τον παστώσαν, σάμπως παστώνουν το χοιρινό. Η αδερφή του δεν ήξερε τίποτε. Σαν περάσαν πέντε-δέκα μέρες, της είπαν : - Άειντε να βγάλης παστό, να βάλης φαί να φάμε. –Τι φαί να φτιάσω να φάμε ; Βγάλε από το κιούπι, πόχουμε κρέας παστό. Ο αδερφός της ήταν αρραβωνιασμένος και φόρηγε δαχτυλίδι, την αρρεβώνα. Πήγε η αδερφή του να βγάλη το κρέας από το κιούπι και βρήκε το χέρι του με την αρρεβώνα και το γνώρισε. Την έπιασε ένας ρίγος λιγοθύμησε. Τρέχουν εκείνοι και βγάνουν τα μαχαίρια. Ετοιμαστήκανε να την καθαρίσουν κι’ αυτήν. Θα μας πάη θράσα, λένε. Άπ!, άνοιξε τα μάτια της η γυναίκα, ξελιγοθύμησε. Της λένε : ΄΄Τι έχεις ; Τι έχεις ; -Δεν έχω τίποτε, λέει αυτή. Τους αφήκε και ξέγνιασαν, σηκώνεται, ξεσούρνεται και μπουχός πήγε πίσω στο χωριό της. Στο σπίτι του πατέρα της ανησυχούσαν και ψάχναν να βρούν το παιδί. Φτάνει εκεί πέρα και τους λέει πως είχανε παστώσει τον αδερφό της, τους έδειξε και το δαχτυλίδι. Κατάλαβαν αυτοί πως ήταν ανθρωποφάγοι και πήραν κι’ ένα άλλο χωριό, το Δέυτρα και πήγαν και τους καθαρίσανε. Ένας μονάχα τους ξέφυγε. (θα μας πάει θράσα= μη δεν προλάβουν να τη σφάξουν και ψοφήση σαν τα ζώα που πρέπει να βγάλη αίμα για να το φάνε.)

Ταρσούλη, Γεωργία
Ταρσούλη, Γεωργία (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Πύλος, Τζαΐζι


1939




Λ. Α. αρ. 1378 Α, σελ. 178, Γ. Ταρσούλη, Τζαΐζι Πυλίας, 1939

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/294203



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)