Κάποιος στρατιώτης φονευθείς εις τον πόλεμον έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ]. Ο λοχίας του που και τον έθαψε με τα χέρια του έγραψε στη γυναίκα του περί του θανάτου του ανδρός της. Ο στρατιώτης βρυκόλακας φυλάχτηκε εφτά χρόνια από τα ζέμπικα σκυλιά και δεν τον έφαγαν. (Αν γλυτώση 7 χρόνια ξαναπέρνει μορφή ανθρώπου.)Ξαναπήρε λοιπόν μορφ΄΄η ανθρώπου και γύρισε στη γυναίκα του. Αυτή τώρα νόμισε ως ψέμμα το προ 7ετίας γράμμα του λοχία. Ζούσαν μαζί και μόνο Πέμπτη και Σάββατο τη νύχτα απουσίαζε. Γύριζε αργά τα ξημερώματα φορτωμένος σηκώτια. Του τα τηγάνιζε μ’αυτή δεν έτρωγε γιατί της μύριζαν χώμα (τα σηκώτια αυτά παραδέχεται η αφήγησις τα έπερνε από τους πεθαμένους) Την Κυριακή ο άνδρας της πήγαινε στην εκκλησία μα παρατήρησαν ότι κάθε φορά που ο παπάς ετοιμαζόταν να βγάλη τα’άγια (μεγάλη είσοδο)αυτός έβγαινε από την εκκλησία. Είχε αποκτήσει και δύο παιδιά τα οποία τα τάγιζε με τα σικότια που κουβαλούσε. Στους χωρικούς άρχισαν ‘’να μπαίνουν ψύλλοι στ’αυτιά’’και να υποπτεύονται. Η υποψία τους έγινε βεβαιότης όταν έτυχε να περάση από το χωριό ο λοχίας που τον είχε θάψει. Πήγε στη γυναίκα του βρυκόλαλα και την οδήγησε να πιέση το δέρμα του άντρα της να βεβαιωθή αν έχη κόκκαλα ή όχι. Πράγματι η γυναίκα έκανε όπως της είπε ο λοχίας και διεπίστωσε ότι ο άνδρας της ήταν ένα δέρμα γερά φουσκωμένο χωρίς κόκκαλα. Την επομένη Κυριακή συνενοήθηκαν όλοι οι χωριανοί να κλείσουν στην εκκλησία πόρτες και παράθυρα όταν θα επιχειρούσε ο βρικόλακας να εξέλθη. Πράγματι όταν πλησίαζαν τα άγια σφάλισαν γερά πόρτες και παράθυρα όταν θα επιχειρούσε ο βρικόλακας να εξέλθη. Πράγματι όταν πλησίαζαν τα άγια σφάλισαν γερά πόρτες και παράθυρα. Ο βρικόλακας με τα δυό παιδιά πούχε αποκτήσει έτρεξαν να βγούν δεξιά αριστερά, αλλά τα βρήκαν όλα κλειδωμένα. Τη στιγμή εκείνη ο παπάς έβγαζε τα άγια. Τότε ένας ισχυρός κρότος ακούστηκε. Ο βρυκόλακας με τα δυό του παιδιά σκάσανε και σκορπιστήκανε σαν καπνός, χωρίς ν’αφήσουν ουδέν υπόλοιπον. [ζέμπικα=Τα σκυλιά με τα τέσσερα, μάτια(όσα έχουν άνωθεν των οφθαλμών δυο βούλες κοκκινωπές που μοιάζουν σαν μάτια)Βλ. Σελ. 51)

Κάποιος στρατιώτης φονευθείς εις τον πόλεμον έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ]. Ο λοχίας του που και τον έθαψε με τα χέρια του έγραψε στη γυναίκα του περί του θανάτου του ανδρός της. Ο στρατιώτης βρυκόλακας φυλάχτηκε εφτά χρόνια από τα ζέμπικα σκυλιά και δεν τον έφαγαν. (Αν γλυτώση 7 χρόνια ξαναπέρνει μορφή ανθρώπου.)Ξαναπήρε λοιπόν μορφ΄΄η ανθρώπου και γύρισε στη γυναίκα του. Αυτή τώρα νόμισε ως ψέμμα το προ 7ετίας γράμμα του λοχία. Ζούσαν μαζί και μόνο Πέμπτη και Σάββατο τη νύχτα απουσίαζε. Γύριζε αργά τα ξημερώματα φορτωμένος σηκώτια. Του τα τηγάνιζε μ’αυτή δεν έτρωγε γιατί της μύριζαν χώμα (τα σηκώτια αυτά παραδέχεται η αφήγησις τα έπερνε από τους πεθαμένους) Την Κυριακή ο άνδρας της πήγαινε στην εκκλησία μα παρατήρησαν ότι κάθε φορά που ο παπάς ετοιμαζόταν να βγάλη τα’άγια (μεγάλη είσοδο)αυτός έβγαινε από την εκκλησία. Είχε αποκτήσει και δύο παιδιά τα οποία τα τάγιζε με τα σικότια που κουβαλούσε. Στους χωρικούς άρχισαν ‘’να μπαίνουν ψύλλοι στ’αυτιά’’και να υποπτεύονται. Η υποψία τους έγινε βεβαιότης όταν έτυχε να περάση από το χωριό ο λοχίας που τον είχε θάψει. Πήγε στη γυναίκα του βρυκόλαλα και την οδήγησε να πιέση το δέρμα του άντρα της να βεβαιωθή αν έχη κόκκαλα ή όχι. Πράγματι η γυναίκα έκανε όπως της είπε ο λοχίας και διεπίστωσε ότι ο άνδρας της ήταν ένα δέρμα γερά φουσκωμένο χωρίς κόκκαλα. Την επομένη Κυριακή συνενοήθηκαν όλοι οι χωριανοί να κλείσουν στην εκκλησία πόρτες και παράθυρα όταν θα επιχειρούσε ο βρικόλακας να εξέλθη. Πράγματι όταν πλησίαζαν τα άγια σφάλισαν γερά πόρτες και παράθυρα όταν θα επιχειρούσε ο βρικόλακας να εξέλθη. Πράγματι όταν πλησίαζαν τα άγια σφάλισαν γερά πόρτες και παράθυρα. Ο βρικόλακας με τα δυό παιδιά πούχε αποκτήσει έτρεξαν να βγούν δεξιά αριστερά, αλλά τα βρήκαν όλα κλειδωμένα. Τη στιγμή εκείνη ο παπάς έβγαζε τα άγια. Τότε ένας ισχυρός κρότος ακούστηκε. Ο βρυκόλακας με τα δυό του παιδιά σκάσανε και σκορπιστήκανε σαν καπνός, χωρίς ν’αφήσουν ουδέν υπόλοιπον. [ζέμπικα=Τα σκυλιά με τα τέσσερα, μάτια(όσα έχουν άνωθεν των οφθαλμών δυο βούλες κοκκινωπές που μοιάζουν σαν μάτια)Βλ. Σελ. 51)
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Κάποιος στρατιώτης φονευθείς εις τον πόλεμον έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ]. Ο λοχίας του που και τον έθαψε με τα χέρια του έγραψε στη γυναίκα του περί του θανάτου του ανδρός της. Ο στρατιώτης βρυκόλακας φυλάχτηκε εφτά χρόνια από τα ζέμπικα σκυλιά και δεν τον έφαγαν. (Αν γλυτώση 7 χρόνια ξαναπέρνει μορφή ανθρώπου.)Ξαναπήρε λοιπόν μορφ΄΄η ανθρώπου και γύρισε στη γυναίκα του. Αυτή τώρα νόμισε ως ψέμμα το προ 7ετίας γράμμα του λοχία. Ζούσαν μαζί και μόνο Πέμπτη και Σάββατο τη νύχτα απουσίαζε. Γύριζε αργά τα ξημερώματα φορτωμένος σηκώτια. Του τα τηγάνιζε μ’αυτή δεν έτρωγε γιατί της μύριζαν χώμα (τα σηκώτια αυτά παραδέχεται η αφήγησις τα έπερνε από τους πεθαμένους) Την Κυριακή ο άνδρας της πήγαινε στην εκκλησία μα παρατήρησαν ότι κάθε φορά που ο παπάς ετοιμαζόταν να βγάλη τα’άγια (μεγάλη είσοδο)αυτός έβγαινε από την εκκλησία. Είχε αποκτήσει και δύο παιδιά τα οποία τα τάγιζε με τα σικότια που κουβαλούσε. Στους χωρικούς άρχισαν ‘’να μπαίνουν ψύλλοι στ’αυτιά’’και να υποπτεύονται. Η υποψία τους έγινε βεβαιότης όταν έτυχε να περάση από το χωριό ο λοχίας που τον είχε θάψει. Πήγε στη γυναίκα του βρυκόλαλα και την οδήγησε να πιέση το δέρμα του άντρα της να βεβαιωθή αν έχη κόκκαλα ή όχι. Πράγματι η γυναίκα έκανε όπως της είπε ο λοχίας και διεπίστωσε ότι ο άνδρας της ήταν ένα δέρμα γερά φουσκωμένο χωρίς κόκκαλα. Την επομένη Κυριακή συνενοήθηκαν όλοι οι χωριανοί να κλείσουν στην εκκλησία πόρτες και παράθυρα όταν θα επιχειρούσε ο βρικόλακας να εξέλθη. Πράγματι όταν πλησίαζαν τα άγια σφάλισαν γερά πόρτες και παράθυρα όταν θα επιχειρούσε ο βρικόλακας να εξέλθη. Πράγματι όταν πλησίαζαν τα άγια σφάλισαν γερά πόρτες και παράθυρα. Ο βρικόλακας με τα δυό παιδιά πούχε αποκτήσει έτρεξαν να βγούν δεξιά αριστερά, αλλά τα βρήκαν όλα κλειδωμένα. Τη στιγμή εκείνη ο παπάς έβγαζε τα άγια. Τότε ένας ισχυρός κρότος ακούστηκε. Ο βρυκόλακας με τα δυό του παιδιά σκάσανε και σκορπιστήκανε σαν καπνός, χωρίς ν’αφήσουν ουδέν υπόλοιπον. [ζέμπικα=Τα σκυλιά με τα τέσσερα, μάτια(όσα έχουν άνωθεν των οφθαλμών δυο βούλες κοκκινωπές που μοιάζουν σαν μάτια)Βλ. Σελ. 51)

Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
Βλάχος, Αναστάσιος Δ. (EL)

Παραδόσεις

Εύβοια, Μαρμάρι, Βαρελαίοι


1953




Λ. Α. αρ. 2042, σελ. 52 – 53, Αναστ. Δ. Βλάχου, Βαρελαίοι Μαρμαρίου Ευβοίας, 1953, αρ. Α

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/297225



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.