Στα 28 στο τέλος της Επαναστάσεως ήταν ο Γεναίος Κολοκοτρώνης και ο Μπραίμης τους πήρε απόκοντα και τους πήγε από τη Μοθώνη ως τα Καλάβρυτα. Εκεί όταν φθάσανε ήταν 14 Αυγούστου, παραμονή της Παναγίας. Εκεί έσφαξαν δυό στερφογελάδες από το μοναστήρι και μοίρασαν το κρέας στους στρατιώτες για να λαμπρέψουν. Ήταν ένας δικός μας από το Γρίζι κοντά, ένας Μουνταζούρης και τα παράσταινε. Έκανε κρύο ο καιρός, και όπως λέει η παροιμία, από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνα. Είχαν κατασκηνώσει στον κάμπο κι ο καπετάνιος ήταν αυστηρός, δεν τους άφηνε να ριζώξουν. Κάποιος από τους πολλούς τόλμησε και του λέει: Καπετάνιο, αν είναι δυνατό να τραβηχτούνε οι άντρες στο ρίζωμα για ν’απαγγιάξουν. Εφωτισε ο Θεός την ημέρα, εψήσαν το κρέας, το φάγανε, περμέναν να βαρέση δύναξη, δε βάρεσε. Ο εχθρός περμενόταν να φανή κατά την Πάτρα. Κατά τις δέκα βάρεσε η σάλπιγκα και μαζευτήκανε. Τότες ήρθε ο καπετάνιος και ανέβη στο λοφίσκο και τους είπε πολλά πράγματα. Τρείς ωρες σχεδόν τους μιλούσε, ούτε ο πατέρας στα παιδιά δεν θα τα ορμήνευε έτσι. Τους είπε, έφυγε ο Αγαρηνός, να γυρίσουτε στα σπίια σας, να πάτε στις γυναίκες σας, στα παιδιά σας, τώρα να μην πειράζουτε ο ένας του λουνού το πράμα και να ζήσουτε σαν αδέρφια. Έτσι διασκορπίστηκαν.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens