Ήταν εδώ ένας Τούρκος και λεγότανε Σουμάνης. Βρήκε μια γυναίκα ντόπια που δεν είχε παιδιά και πήγαινε ταχτικά. Μια βραδυά ήρθε που ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της από το μύλο, τόνε βλέπει και κοιμότανε. ‘’Τι είναι φτούνος εδώ χάμου; Της λέει. Τι να του πή αυτή η κακομοίρα του τα φανέρωσε. Παίρνει το τσεκούρι, του δίνει μια στον κάραβο, στο κεφάλι και τον άνοιξε στη μέση, που τα αίματα και τα μυαλά του τιναχτήκανε στον τοίχο. Να πάτε να τηράχτε το αίμα φαίνεται ακόμη. Εκείνος, όχι να φτιάση μια γούβα να τον χώση πρά πήγε σ’ένα βράχο στο Μελίσσι, σαράντα οργυιές βάθος και τον έρριξε κάτω. Τον αναζήτησαν οι Τούρκοι δώθε, κείθε, μλαθανε που ερχόταν σ’εκείνο το σπίτι. Αυτός (ο Σουμάνης) εμύρισε και βρώμαγε στο λόγγο. Πήγανε οι Τούρκοι, βρήκανε το κορμί του. Ο φονιάς φυγοδίκαε. Μια ημέρα, σαν τώρα που αλωνίζουμε ήσθε στο Γριζόκαμπο π’αλωνίζανε Χριστιανοί κι ήτανε ένας Αράπης και μέτραγε τα γεννήμματα. Εκείνος ο κακομοίρης κυνηγημένος και αποσταμένος καθώς ήτονε, εδιάη στον ήλιο κι έπεσε τα’απίστομα. Είχε ο αράπης κάποιονε δικόν του, του κάνει νόημα, ετούτος είναι ο φίλος. Πήγαν και τον πλακώσανε, τόνε ζουπίσανε, τόνε δέσανε και τον πήγαν στη Μοθώνη που ήτονε Τουρκιά πολλή. Η μητέρα του Τούρκου εκείνου που είχε σκοτωμένον , λέει : ‘’Σφάχτε τον, και να βγάλουνε τα σκιώτια του να τα ψήσουνε να τα φάη’’. Του κόψανε τη μύτη, τα’αυτιά, τόνε σούρνανε στο παζάρι ώσπου στο τέλος τον λυπήθηκε ένας Αρβανίτης και τόνε πλησίασε. Είχε μπιστόλι στη μέση, τραβάει το μπιστόλι τον παίρνει η σφαίρα και παράδωκε το πνεύμα.

Ήταν εδώ ένας Τούρκος και λεγότανε Σουμάνης. Βρήκε μια γυναίκα ντόπια που δεν είχε παιδιά και πήγαινε ταχτικά. Μια βραδυά ήρθε που ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της από το μύλο, τόνε βλέπει και κοιμότανε. ‘’Τι είναι φτούνος εδώ χάμου; Της λέει. Τι να του πή αυτή η κακομοίρα του τα φανέρωσε. Παίρνει το τσεκούρι, του δίνει μια στον κάραβο, στο κεφάλι και τον άνοιξε στη μέση, που τα αίματα και τα μυαλά του τιναχτήκανε στον τοίχο. Να πάτε να τηράχτε το αίμα φαίνεται ακόμη. Εκείνος, όχι να φτιάση μια γούβα να τον χώση πρά πήγε σ’ένα βράχο στο Μελίσσι, σαράντα οργυιές βάθος και τον έρριξε κάτω. Τον αναζήτησαν οι Τούρκοι δώθε, κείθε, μλαθανε που ερχόταν σ’εκείνο το σπίτι. Αυτός (ο Σουμάνης) εμύρισε και βρώμαγε στο λόγγο. Πήγανε οι Τούρκοι, βρήκανε το κορμί του. Ο φονιάς φυγοδίκαε. Μια ημέρα, σαν τώρα που αλωνίζουμε ήσθε στο Γριζόκαμπο π’αλωνίζανε Χριστιανοί κι ήτανε ένας Αράπης και μέτραγε τα γεννήμματα. Εκείνος ο κακομοίρης κυνηγημένος και αποσταμένος καθώς ήτονε, εδιάη στον ήλιο κι έπεσε τα’απίστομα. Είχε ο αράπης κάποιονε δικόν του, του κάνει νόημα, ετούτος είναι ο φίλος. Πήγαν και τον πλακώσανε, τόνε ζουπίσανε, τόνε δέσανε και τον πήγαν στη Μοθώνη που ήτονε Τουρκιά πολλή. Η μητέρα του Τούρκου εκείνου που είχε σκοτωμένον , λέει : ‘’Σφάχτε τον, και να βγάλουνε τα σκιώτια του να τα ψήσουνε να τα φάη’’. Του κόψανε τη μύτη, τα’αυτιά, τόνε σούρνανε στο παζάρι ώσπου στο τέλος τον λυπήθηκε ένας Αρβανίτης και τόνε πλησίασε. Είχε μπιστόλι στη μέση, τραβάει το μπιστόλι τον παίρνει η σφαίρα και παράδωκε το πνεύμα.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ήταν εδώ ένας Τούρκος και λεγότανε Σουμάνης. Βρήκε μια γυναίκα ντόπια που δεν είχε παιδιά και πήγαινε ταχτικά. Μια βραδυά ήρθε που ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της από το μύλο, τόνε βλέπει και κοιμότανε. ‘’Τι είναι φτούνος εδώ χάμου; Της λέει. Τι να του πή αυτή η κακομοίρα του τα φανέρωσε. Παίρνει το τσεκούρι, του δίνει μια στον κάραβο, στο κεφάλι και τον άνοιξε στη μέση, που τα αίματα και τα μυαλά του τιναχτήκανε στον τοίχο. Να πάτε να τηράχτε το αίμα φαίνεται ακόμη. Εκείνος, όχι να φτιάση μια γούβα να τον χώση πρά πήγε σ’ένα βράχο στο Μελίσσι, σαράντα οργυιές βάθος και τον έρριξε κάτω. Τον αναζήτησαν οι Τούρκοι δώθε, κείθε, μλαθανε που ερχόταν σ’εκείνο το σπίτι. Αυτός (ο Σουμάνης) εμύρισε και βρώμαγε στο λόγγο. Πήγανε οι Τούρκοι, βρήκανε το κορμί του. Ο φονιάς φυγοδίκαε. Μια ημέρα, σαν τώρα που αλωνίζουμε ήσθε στο Γριζόκαμπο π’αλωνίζανε Χριστιανοί κι ήτανε ένας Αράπης και μέτραγε τα γεννήμματα. Εκείνος ο κακομοίρης κυνηγημένος και αποσταμένος καθώς ήτονε, εδιάη στον ήλιο κι έπεσε τα’απίστομα. Είχε ο αράπης κάποιονε δικόν του, του κάνει νόημα, ετούτος είναι ο φίλος. Πήγαν και τον πλακώσανε, τόνε ζουπίσανε, τόνε δέσανε και τον πήγαν στη Μοθώνη που ήτονε Τουρκιά πολλή. Η μητέρα του Τούρκου εκείνου που είχε σκοτωμένον , λέει : ‘’Σφάχτε τον, και να βγάλουνε τα σκιώτια του να τα ψήσουνε να τα φάη’’. Του κόψανε τη μύτη, τα’αυτιά, τόνε σούρνανε στο παζάρι ώσπου στο τέλος τον λυπήθηκε ένας Αρβανίτης και τόνε πλησίασε. Είχε μπιστόλι στη μέση, τραβάει το μπιστόλι τον παίρνει η σφαίρα και παράδωκε το πνεύμα.

Ταρσούλη, Γεωργία
Ταρσούλη, Γεωργία (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Πύλος, Καπλάνι


1939




Αρ. 1378 Α, σελ. 8, Γ. Ταρσούλη, Καπλάνι Πυλίας, 1939

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/297897



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)