Die philosophisch-ästhetischen Aspekte des byzantinischen Bilderstreites

Die philosophisch-ästhetischen Aspekte des byzantinischen Bilderstreites

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών   

Αποθετήριο :
Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας (ΚΕΕΦ)   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-SA 4.0

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή
CC_BY_NC_SA



Die philosophisch-ästhetischen Aspekte des byzantinischen Bilderstreites

Buchov, Viktor

Η εικονομαχία είχε μεταξύ των άλλων και αίτια οφειλόμενα στην αισθητική αξιολόγηση των εικόνων. Ενώ το κέντρο της αρχαίας ελληνικής αισθητικής ήταν η μιμητική θεωρία των απεικονίσεων, η χριστιανική αντίληψη, που κορυφώνεται στα έργα του ψευδο - Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, τονίζει τον συμβολικό και αναγωγικό χαρακτήρα της εικόνας. Οι αισθητικές αρχές της εικονογραφίας από τον 4ο αιώνα και εξής, στηρίζονταν και στην μιμητική και στην συμβολική θεωρία και πήραν επίσημο χαρακτήρα με τον 82ο κανόνα της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου. Η κατεύθυνση της εικονογραφίας από τον 8ο και τον 9ο αιώνα καθοριζόταν α) από την συμβολική θεωρία του ψευδο – Διουνυσίου του Αρεοπαγίτου, β) από την μυστηριακή θεώρηση της εικόνας και γ) από την χριστιανική δογματική. Διάφοροι συνδυασμοί των απόψεων αυτών παρουσιάσθηκαν κατά την εικονομαχία. Οι εικονομάχοι ξεκινώντας από ωρισμένα χωρία της Αγίας Γραφής κατέκριναν τις ανθρωπόμορφς απεικονίσεις του Χριστού και απέρριπταν τον «ηδονικό» χαρακτήρα της εικόνας. Δεν αρνούνταν εντελώς την αισθητική πλευρά των εικόνων, αλλά με βάση την δογματική απέρριπταν τις «ισόμορφες», τις «αυθεντικές» απεικονίσεις. Ενώ δέχονταν εν μέρει την θύραθεν ζωγραφική, θεωρούσαν την εικονογραφία εντελώς περιττή, αφού η αυταρέσκεια της δογματικής ήταν κατά την γνώμη τους και το κόσμημα της εκκλησίας. Επί πλέον κατηγορούσαν τους εικονολάτρες – και γενικώτερα τους εικονογράφους – αφ’ ενός για νεστοριανισμό, αφού η εικονογραφία παρουσίαζε μόνο την ανθρώπινη μορφή του Χριστού, και αφ’ ετέρου για μονοφυσιστιμό, αφού η εικονογραφία περιέγραφη το απερίγραπτο – την θεότητα – και συνέχεε τις δύο φύσεις του Χριστού. Εν τούτοοις η υπερβολική νοησιαρχία και πνευματοκρατία δεν επέτρεπαν στους εικονομάχους να αντιληφθούν ότι ακιβώς η παράδοξη αυτή αντινομία είναι η ουσία του Χριστιανισμού και η ορθόδοξη λύση του προβλήματος. Η αντίθεση έγινε πιο φανερή στην διαφορά των αντιλήψεων για την σχέση εικόνας και πρωτοτύπου. Η εικονοκλαστική Σύνοδος διακήρυξε ότι η μοναδική εικόνα του Χριστού είναι η Θεία Ευχαριστία και ότι οι αρετές δεν πρέπει να απεικονίζωνται με τις μορφές που δημιουργεί η τέχνη αλλά με τον ίδιο τον συνειδητό χριστιανό, που έιναι η έμψυχη εικόνα της αρετής. Αυτή η ειδική αντίληψη για την εικόνα, που προέρχεται από την εβραϊκή εξίσωση του ονόματος με την ουσία του αντικειμένου, είναι εντελώς ξένη και προς την μιμητική και προς την συμβολική θεωρία, και αξιολογήθηκε αρνητικά από τους εικονολάτρες. Οι εικονολάτρες διέκριναν αυστηρά το πρωτότυπο από την εικόνα, τόνιζαν τον αναγωγικό της χαρακτήρα, αντλώντας επιχειρήματα από τα ψευδοαεροπαγητικά κείμενα, και τον θεωρούσαν ως αποφασισιτκό στοιχείο για την λατρεία των εικόνων. Οι εικονοκλάστες απέρριπταν τον αναγαγωγικό χαρακτήρα των εικόνων και ισχυρίζονταν ότι τα αισθητά σύμβολα παραπλανονύν τον νου, που αναζητεί το υπεραισθητό. Ακριβώς η έριδα που ξέσπασε αφορούσε τις μιμητικές, τις ισόμορφες απεικονίσεις. Η ταυτότητα της ουσίας του αρχετύπου και της ουσίας της εικόνας ήταν για τους εικονολάτρες ακατανόητη. Οι ίδιοι, αν και δέχονταν ότι η εικόνα είναι μια πραγματική αντανάκλαση της ουσίας του αρχετύπου, εν τούτοις δεν ξεχνούσαν την γενική θεωρία για τις εικόνες που διέκρινε το αρχέτυπο από την εικόνα. Όπως ισχυριζόταν οι εικονολάτρες, η εικονογραφία παρουσιάζει τον Χριστό μόνο με την ανθρώπινη μορφή. Η εικόνα παρουσιάζει με χρώματα ότι το κείμενο λέγει με λέξεις, είναι ένα βιβλίο για τους αναλφάβητους, όπως είχε ειπή ο Μ. Βασίλειος. Επί πλέον η εικόνα έχει και βοηθητική σημασία, γιατί συμβάλλει στην κατανόηση του κείμενου. Στην περίπτωση αυτή η εικόνα είναι μια ιδιαίτερη μορφή ερμηνείας του κείμενου, και πολλές φορές θεωρείται ανώτερη από τον λόγο, σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική αισθητική που θεωρούσε ανώτερο τον λόγο. Αιτία για την προτεραιότητα της εικόνας, ήταν η επίδραση που ασκούσε η εικόνα στον εσωτερικό κόσμο του χριστιανού. Ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ οι εικονολάτρες τόνιζαν την ουσιαστική διαφορά αρχετύπου και εικόνας, υπεράσπιζαν εν τούτοις με πάθος τις «νατουραλιστικές», πιστές – φωτογραφικές θα λέγαμε σήμερα – απεικονίσεις. Αυτό πρέπει να ωφειλόταν σε δύο λόγους: α) στο ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα, δηλ. Στην συγκινησιακή συμμετοχή στην πραγματικότητα που παρουσίαζε η εικόνα, μια εμπειρία ακριβώς που συνέπαιρνε τον βυζαντινό άνθρωπο ως τα μύχια της ψυχής του, και β) στη συνεπή ερμηνεία του δόγματος της ενανθρωπήσεως. Αφ’ ενός η ενανθρώπηση έκανε δυνατή την απεικόνιση του Χριστού με ανθρώπινη μορφή και αφ’ ετέρου η απεικόνιση αυτή ήταν μια επιβεβαίωση για την αλήθεια του δόγματος της ενανθρωπήσεως. Στην περίπτωση αυτή ο καλλιτέχνης μεταβαλλόταν σε ένα «φωτογραφικό» όργανο για να αποδώση πιστά την πραγματικότητα. Έτσι στην αρχή μιας σειράς εικόννω βρισκόταν μια εικόνα «αχεροποίητος» και ο εικονογράφος παραμέριζε την δημιουργική του πρωτοβουλία για να υπηρετήση την πιστή επανάληψη της αρχικής εικόνας. Τα επιχειρήματα ων εικονολατρών είναι και άλλα: H εικόνα λειτουργεί αναμνηστικά, οδηγεί στην απονομή τιμής στο αρχέτυπο, έχει μυστηριακή σημασία, οδηγεί τον νου στην θεωρία και στην γνώση αυτού που απεικονίζεται, συνδέεται με θαύματα. Η πολλαπλή λειτουργικότητα της εικόνας έδινε στους εικονολάτρες το αίσθημα ότι η εικόνα ήταν ίσως «απερίγραπτος». Ο Θεόδωρος Στουδίτης, στηριζόμενος στην αριστοτελική συλλογιστική, προσπάθηε να αποδείξη γιατί ο Χριστός συγχρόνως «περιγράφεται και δεν περιγράφεται». Έτσι παρουσιάσθηκε μια σύνθεση της μιμητικής και της συμβολικής θεωρίας: αν και περιγράφεται, τελικά μένει απερίγραπτο. Η αντίληψη αυτή είχε ευνοηθή και από την ίδια την εικονογραφία από τον 4ο και τον 5ο αιώνα, που απέρριπτε τις ακρότητες και της συμβολικής θεωρίας και της θεωρίας για την «νατουραλιστική» αντανάκλαση του αρχετύπου στην εικόνα. Με τον τρόπο αυτό οι εικονογράφοι μπόρεσαν να αναπτύξουν την δική τους ανεξάρτητη γλώσσα, που ανταποκρινόταν άλλωστε και στις περίπλοκες και αντιφατικές αντιλήψεις που είχαν οι βυζαντινοί για τι εικόνες.

Επετηρίδα


1978-1979


Εικονολατρεία
Ιστορία της Φιλοσοφίας
Αισθητική
Εικονομαχία


Κείμενο/PDF

Γερμανική γλώσσα
Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.