Καθισμένοι καταγής, γύρω από ένα στρωμένο στο χώμα ύφασμα, πάνω στο οποίο έχουν τοποθετήσει το φτωχικό, καθημερινό τους πρόγευμα, συγκεντρώνονται αρκετοί νέοι και λίγο πιο ώριμοι άντρες, που τρώνε και συζητούν. Ψωμί, ελιές και μάλλον μικρά ψάρια έχουν απλωθεί μπροστά τους, μαζί με ποτήρια γεμάτα κρασί. Πίσω τους απλώνεται η ακτή και η θάλασσα, όπου διακρίνονται δυο μεγάλες ψαρόβαρκες. Θα μπορούσε, λοιπόν, εύλογα να υποθέσει κανείς πως πρόκειται για ψαράδες που κολατσίζουν. Ο ζωγράφος και χαράκτης Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το θέμα των ψαράδων αφότου ταξίδεψε στα Στύρα της Εύβοιας το καλοκαίρι του 1961 – μάλιστα, ο ίδιος είχε τραβήξει και μια σειρά φωτογραφιών, που τον βοήθησαν αργότερα, στο εργαστήριο, να πραγματευτεί με ηρεμία τη ζωγραφική μετάπλασή τους. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία ο ζωγράφος αφενός επιχειρούσε να αποστασιοποιηθεί από τις θεματικές που τον απασχόλησαν κατά τη δεκαετία του 1950 (και σχετίζονταν με την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και ιδίως της παραμονής του στο βουνό το 1944). Και παράλληλα, προσπαθούσε να συλλάβει την εργασία μέσα από ένα μνημειακό αλλά απλό ζωγραφικό ύφος, που χωρίς να αρνείται τη σοσιαλιστική στράτευση, δεν υποτασσόταν σε μια στείρα, εξιδανικευτική αφήγηση ηρωοποιώντας με πομπώδη και θεατρικό τρόπο την εργατική τάξη, όπως συνέβαινε στον σοβιετικό «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Οι άντρες, εδώ, εικονίζονται σχηματικά. Είναι σχεδόν μονόχρωμοι, καθώς δουλεύονται με αδρές πινελιές καφέ και κόκκινου χρώματος. Η ακτή και η θάλασσα, αλλά και οι βάρκες, καλύπτονται από ένα ψυχρό, σκούρο γαλαζοπράσινο πέπλο (ελάχιστα χρώματα διασπούν τη μεγάλη μπλε ζώνη). Το πρόγευμα, στο πρώτο επίπεδο, με τα λευκά, τα γκρίζα και τις ώχρες, επιδιώκει μια ισορροπία των δύο. Εντέλει, το χρώμα αποκτά συμβολικό χαρακτήρα: η ενιαία μάζα των ψαράδων προβάλλεται αντιθετικά μπροστά στη φύση που καλείται να τιθασεύσει.
(EL)