Η Βάσω Κατράκη (1909 ή 1914-1988) γεννήθηκε στο Αιτωλικό Μεσολογγίου και σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, ζωγραφική, με τον Κωνσταντίνο Παρθένη, και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Αποφοίτησε το 1940. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, υιοθέτησε στην εργασία της έντονη σχηματοποίηση με επιδράσεις από τη λαϊκή τέχνη και την αρχαϊκή γλυπτική. Επιθυμία της ήταν να φιλοτεχνήσει μεγάλης κλίμακας χαρακτικά, για να ξεφύγει από το μικρό μέγεθος της ξυλογραφίας, να μετατρέψει τις εικόνες της σε πολιτικά μηνύματα με πρωταγωνιστή και αποδέκτη τον λαϊκό άνθρωπο. Για το λόγο αυτό πέρασε από το ξύλο στην πέτρα, στον ψαμμίτη λίθο, προκειμένου να δώσει στα τυπώματά της μνημειακή διάσταση. Χάρη σε αυτή τη μετάβαση, οι απλοποιημένες, ραδινές μορφές της, με τα χοντρά μαύρα περιγράμματα και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, θύμιζαν τοτέμ, ξόανα ή λαϊκά ανάγλυφα. Και έγιναν σύμβολα. Τα χαρακτηριστικά αυτά εντοπίζονται έντονα στη σύνθεση Γυμνές κοπέλες που χρονολογείται στα 1958. Το έργο είναι ένα από τα πρώτα τυπώματα της Κατράκη με πέτρα και διατηρούνται ακόμη αρκετά περιγραφικά στοιχεία, που εντοπίζονταν στις ξυλογραφίες της. Ωστόσο, είναι ήδη φανερή η απλοποίηση της φόρμας, η χρήση μεγάλων μαύρων επιφανειών και ο ισχυρός διάλογος του άσπρου και του μαύρου. Εικονίζονται δύο νέες, γυμνές και καθιστές. Με τα λιγνά κορμιά τους, τους μακριούς λαιμούς και τα πανομοιότυπα πρόσωπα –όπου κυριαρχούν τα μεγάλα μάτια με το απλανές, σκεφτικό βλέμμα– οι δυο νέες επιβάλλονται όχι με την ομορφιά του γυμνού κορμιού τους αλλά με τα αμιγώς πλαστικά τους στοιχεία: τη στιβαρή φόρμα, την ιερατική στάση.
(EL)