Η συγκεκριμένη ξυλογραφία, που είχε εκτεθεί στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1957, στο Ζάππειο Μέγαρο, με τον τίτλο Ρόδος, είναι μία από τις πιο γοητευτικές χαρακτικές δημιουργίες του ζωγράφου-χαράκτη Εμμανουήλ Ζέπου (1905-1995). Το έργο αποκαλύπτει τόσο την τεχνική δεξιοτεχνία που κατέκτησε ο αυτοδίδακτος στην χαρακτική καλλιτέχνης όσο και τη σύνδεσή του με το καλλιτεχνικό κίνημα της «επιστροφής στην παράδοση». Η μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής αλλά και η υιοθέτηση σχεδιαστικών αντιλήψεων που παραπέμπουν στη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη (απλοποίηση σχημάτων και όγκων, άρνηση της γεωμετρικής προοπτικής, έμφαση στη λεπτομέρεια) δείχνουν ότι ο Ζέπος, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες που έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη δεκαετία του 1930, συνέχισαν και μεταπολεμικά να επιδιώκουν τη σύνδεση με το λαϊκό-βυζαντινό παρελθόν. Ειδικότερα, στην παράσταση ο χαράκτης αποτυπώνει έναν μικρό, λιθόστρωτο δρόμο της μεσαιωνικής Ρόδου – πιθανόν από τις τούρκικες γειτονιές, αφού πολλά από τα σπίτια έχουν τα σαχνίσια, δηλαδή ξύλινα, περίκλειστα μπαλκόνια, από τα μικρά παράθυρα των οποίων οι γυναίκες παρακολουθούσαν την κίνηση του δρόμου χωρίς να γίνονται αντιληπτές από τους περαστικούς. Το λεπτομερειακό σχέδιο φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά από σχήματα και γραμμές (καμπύλα στο οδόστρωμα, γραμμικά στα κτίσματα), κυρίως δε αναδεικνύει την αντίθεση φωτός-σκιάς. Ολόκληρη η αριστερή πλευρά βυθίζεται στη σκιά, ενώ η δεξιά αναδεικνύεται μέσα από μεγάλες, λευκές επιφάνειες. Ο Ζέπος γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας και σπούδασε ζωγραφική με τους Νικόλαο Λύτρα, Σπύρο Βικάτο και Γεώργιο Ιακωβίδη στη Σχολή Καλών Τεχνών (απόφοιτος του 1926). Αργότερα (έως το 1932) παρακολούθησε το εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Ανέπτυξε πλούσια δράση κατά τον Μεσοπόλεμο αλλά και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ως ζωγράφος και ως χαράκτης.
(EL)