Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1960 η ελληνική τέχνη καθορίζεται από την εδραίωση της αφηρημένης τέχνης. Λίγοι είναι οι ζωγράφοι εκείνοι που ανθίστανται σε αυτή την ταχύτατα διαδεδομένη τάση και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν με το παραστατικό έργο τους. Ανάμεσά τους κορυφαίος αναδεικνύεται, ίσως, ο Παναγιώτης Τέτσης (1925-2016), ένας ζωγράφος που γεννήθηκε στην Ύδρα, σπούδασε αρχικά στην ΑΣΚΤ και το διάστημα 1953-1956 συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, όπου ειδικεύτηκε στην χαρακτική και ειδικά στη χαλκογραφία. Ο πίνακας Μπαλκόνια ανήκει σε μια ευρύτερη σειρά έργων με εσωτερικά που ανοίγονται στην πόλη: ο ζωγράφος απεικονίζει ένα δωμάτιο, μερικά έπιπλα και στο κέντρο της σύνθεσης μια μπαλκονόπορτα μέσα από την οποία διακρίνονται σπίτια, στέγες, ο ουρανός ή απλώς τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Σε αυτές τις συνθέσεις, με το αφαιρετικό σχέδιο και τις πλατιές πινελιές, πρωταγωνιστές είναι αφενός το καθαρό χρώμα, που πλάθεται με εξπρεσιονιστική διάθεση, και κυρίως το φως, ως το στοιχείο εκείνο που ενώνει, ομογενοποιεί τον ορατό κόσμο και τον μετουσιώνει σε βίωμα. Αυτή η λατρεία του ηλιακού φωτός, όπως παρεισφρέει μέσα στα αστικά δωμάτια, χαρακτηρίζει και τον πίνακα Μπαλκόνια. Στο μέσον της σύνθεσης διακρίνεται ένα καβαλέτο, άρα είναι σαφές ότι στεκόμαστε μέσα στο ατελιέ του ζωγράφου. Μπροστά από το καβαλέτο ανοίγεται η μπαλκονόπορτα, τα κάγκελα του μπαλκονιού και στο βάθος τα απέναντι σπίτια: πάνω δεξιά μπορεί κανείς να δει μια σαιζλόνγκ στο απέναντι μπαλκόνι.
(EL)