Το 1955 ο Αλέκος Κοντόπουλος (1905-1975) ήταν μεταξύ των καλλιτεχνών που εκπροσώπησαν την Ελλάδα στη Μπιενάλε το Σάο Πάολο, στη Βραζιλία. Εκεί τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1959, εξέθεσε στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας τις Φαιδριάδες πέτρες. Ήταν η περίοδος που ο ζωγράφος είχε αρχίσει να στρέφεται προς την αφηρημένη τέχνη διατηρώντας ωστόσο ακόμη κάποιες αναμνήσεις από την παραστατική ζωγραφική, κυρίως μικρές λεπτομέρειες της σύνθεσης. Αυτή η εργασία του, λοιπόν, εκτιμήθηκε στο διεθνές πεδίο, όπου προβλήθηκε, ιδίως μέσα στο πλαίσιο της κυριαρχίας της αφηρημένης τέχνης μετά τον Πόλεμο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950 η αφαίρεση έκανε, όμως, τα πρώτα της δειλά βήματα, με πρωτεργάτες ζωγράφους όπως τον Κοντόπουλο, τον Σπυρόπουλο, τον Μάρθα, τον Κοσμά Ξενάκη. Οι Φαιδριάδες πέτρες βρίσκονται στην περιοχή των Δελφών: έτσι ονόμαζαν στην αρχαιότητα τα δύο βραχώδη υψώματα μέσα από τα οποία ανάβλυζε η Κασταλία πηγή, ακριβώς πάνω από το Μαντείο. Αποτελούσαν, επίσης, τον τόπο εκτέλεσης όσων βεβήλωναν το ιερό του Απόλλωνα – οι ένοχοι κατακρημνίζονταν από αυτές. Ένας τόπος έντονα φορτισμένος, μεταμορφώνεται στην παράσταση του Κοντόπουλου σε υπόμνηση. Η αναφορά των βράχων αρκεί για να προσδώσει στον ανεικονικό πίνακα διαφορετικό νοηματικό βάρος, συσχετίζοντας την παράσταση με την αρχαιότητα, όχι όμως σαν μίμηση αλλά σαν ιδέα, σαν πνευματική σύνδεση. Η αφηρημένη σύνθεση δομείται πάνω στις σχέσεις των χρωματικών ζωνών. Το κέντρο της σκηνής αποδίδεται μαύρο – με λίγες κόκκινες και μπλε πινελιές. Ενδεχομένως αυτό να είναι το σκοτεινό φαράγγι. Αντίστοιχα, οι κάθετες λευκές ζώνες χρώματος ορίζουν τις Φαιδριάδες πέτρες, τους ανοιχτόχρωμους ασβεστολιθικούς όγκους που υψώνονται στο δελφικό τοπίο.
(EL)