«Ο Τσαρούχης ζωγραφίζει τον Αεροπόρο την ίδια περίπου εποχή που ο Μπουζιάνης φιλοτεχνεί τη Γυναίκα με λουλούδια και ο Μόραλης το Καθισμένο γυμνό. Σε αντίθεση όμως με την παγκοσμιότητα του εξπρεσιονισμού του Μπουζιάνη ή το διαχρονικό ιδεαλισμό του Μόραλη, η μνημειακή αναπαράσταση ενός ένστολου δηλώνει μια συγκεκριμένη πολιτιστική και εθνική ταυτότητα, ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη στιγμή που έγινε το έργο, αμέσως μετά τη λήξη του επώδυνου εμφυλίου πολέμου (1946-1949)» αναφέρει σχετικά με το έργο ο Χάρης Καμπουρίδης (1999), εντάσσοντάς το μέσα στο καλλιτεχνικό αλλά και το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Μετωπικός, αγέρωχος αλλά με μια διάθεση «ειρωνείας», πάντα κατά τον Καμπουρίδη, ο αξιωματικός εικονίζεται με την καλοκαιρινή στολή που φέρει έντονες τις επιδράσεις των στρατιωτικών ενδυμασιών που φορούσαν τα αποικιοκρατικά σώματα του αγγλικού στρατού. Πίσω του ένα μεγάλο στεφάνι, όπου διακρίνεται η φράση «ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» καλλιεργώντας μια έντονη αίσθηση σοβαρότητας, αν όχι σοβαροφάνειας. Σε κάθε περίπτωση, η μνημειοποίηση του αξιωματικού της Αεροπορίας, γίνεται με αισθητικούς όρους που παραπέμπουν εξίσου στον Ματίς και τον Καραγκιόζη, την ευρωπαϊκή πρωτοπορία και την εγχώρια λαϊκή τέχνη. Και εδώ έγκειται η σημασία της καλλιτεχνικής προσφοράς του Τσαρούχη στο πλαίσιο της νεοελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα: ως ένας δημιουργός που κατόρθωσε να εκφράσει με προσωπικό τρόπο αυτόν τον διάλογο μεταξύ της δυτικής επίδρασης και της στροφής προς την εθνική παράδοση.
(EL)