Μέσα σε ένα γυμνό τοπίο –με τους χαρακτηριστικούς χωρίς φύλλωμα κορμούς να λειτουργούν ως εντυπωσιακές κάθετες μέσα στην οριζόντια σύνθεση– εικονίζονται ένας νεαρός βοσκός, που κρατά ένα μακρύ ραβδί, και τρία βόδια. Ο τίτλος του χαρακτικού υποδηλώνει πως εδώ εικονίζεται η στιγμή της επιστροφής του μικρού κοπαδιού βοοειδών στο μαντρί καθώς πλησιάζει η νύχτα. Όλα τα στοιχεία της σύνθεσης (οι μορφές του ανθρώπου και των ζώων, τα δέντρα, το τοπίο) αποδίδονται με προσεκτικό αλλά αφαιρετικό σχέδιο, το οποίο αποκαλύπτει τις επιρροές που είχε δεχτεί ο καλλιτέχνης από τη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη. Αντίστοιχα απλή είναι και η χρήση του χρώματος σε μεγάλες, ενιαίες ζώνες. Ο Τάσσος (Αλεβίζος, 1914-1985) με καταγωγή από τη Μεσσηνία, σπούδασε χαρακτική στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού στην ΑΣΚΤ (1930-1939). Ασχολήθηκε με την ξυλογραφία και αναδείχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες χαράκτες των μεταπολεμικών χρόνων. Τα χρόνια αμέσως μετά τον Εμφύλιο, στράφηκε στη νεκρή φύση και το τοπίο, και φιλοτέχνησε σκηνές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, των αγροτών και των ψαράδων. Το έργο αυτό, ένα από τα πιο γνωστά του καλλιτέχνη, εντάσσεται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, ήταν δε μεταξύ εκείνων που είχαν εκτεθεί στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1960, όπου ο Τάσσος συμμετείχε με τρία έργα.
(EL)