Η έκθεση, μέσα από μακέτες, σκηνικά αντικείμενα, σχέδια και θεατρικά κοστούμια, στοιχειοθετεί μια διαδρομή 100 ετών για τις τέχνες της σκηνογραφίας και της ενδυματολογίας στην Ελλάδα.
Η διαδρομή αρχίζει με έργα του θεμελιωτή της ελληνικής σκηνογραφίας, του Πάνου Αραβαντινού, αναγνωρισμένου τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία τη δεκαετία του ‘20.
Η δεκαετία του ’30 για το θέατρο εγκαινιάστηκε με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου και χαρακτηρίστηκε από την άνθιση της σκηνογραφίας στην Ελλάδα. Η σκηνογραφία της εποχής συμπορεύεται εικαστικά με τους καλλιτέχνες της γενιάς του '30, όπως ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Μόραλης και συνομιλεί μαζί τους. Πολλά από τα σκηνικά και κοστούμια της έκθεσης τους φέρουν ως δημιουργούς.
Αρχίζει να αναπτύσσεται ένας γηγενής σκηνογραφικός λόγος, με σκηνογράφους με θεωρητική κατάρτιση και τεχνικές γνώσεις, οι οποίοι μπόλιασαν δημιουργικά την αναζήτηση εντοπιότητας με τη μοντερνικότητα, επηρεασμένοι από τον εξπρεσιονισμό, την αφαίρεση, τη ρωσική πρωτοπορία και τον κυβισμό. Μέσα από τα χρώματα, τις ενδυματολογικές προτάσεις και τα αρχιτεκτονικά σχέδια σκηνικής χρήσης, παρατηρούμε τη στοιχειοθέτηση ενός σκηνογραφικού λεξιλογίου το οποίο ικανοποιεί το αίτημα για ελληνικότητα με αναφορές στην αρχαία και βυζαντινή τέχνη, αλλά και τη λαϊκή τέχνη, τις φτωχο-γειτονιές, ακόμα και τον Καραγκιόζη.
Παρακολουθώντας τα πολυάριθμα τεχνικά και σχέδια σκηνικής εικόνας, σκίτσα κοστουμιών και μακέτες, από τον μεσοπόλεμο μέχρι την μεταπολεμική περίοδο, βλέπουμε ότι η σκηνογραφία ακολουθεί μεν τις αισθητικές αξιώσεις των καιρών, αλλά με τη δυναμική να προσαρμόζεται στα τεχνικά και οικονομικά δεδομένα της εποχής, μεταμορφώνοντας απλά και ταπεινά υλικά σε αντικείμενα θεατρικής μαγείας.
Χαρακτηριστικά της σκηνογραφικής αισθητικής της μεταπολεμικής εποχής είναι η λιτότητα, η καθαρότητα, η αίσθηση του μέτρου και η ελευθερία των εκφραστικών μέσων.
Η θεματική έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια από τους εξής φορείς: