Ερχούντανε τακτικά εκειά στον Κήπο(1), στο Χάλακα τα Κλέφτικα καράβια. Ήσανε τρεις βοσκοί, ο ένας ο μεγάλος ήτανε στο τυροκομείο, οι δε τσι άλλους και τσ’ έστελνε για το κοπάδι. Ο ένας επήγε ψηλά στη ράχη, ο δε άλλος τον έστειλε ψηλά στο προβάρμα (κορυφή βουνού) να μπροβάλη (=να αντικρύση το απέναντι μέρος). Όπως επρόβαλε εκειά, είδε εκειά στ’ Αυλάκι (=τοποθεσία με μικρόν κολπίσκον) ένα καΐκι κ’ είχανε το κοπάδι μαζεμένο να το bαρκάρουνε. Αυτός εγύρισε ντελόγου (αμέσως) πίσω κ’ εφώναξε του μπάρμπα (=θείου) dου που ήτανε στο τυροκομείο πώς ήρθε ένα κλέφτικο καράβι και μας παίρνει το κοπάδι. Τότες ο μπάρμπας του του φωνάζει αγριεμένος: - Φώναξε του Γιάννη! Του φωνάζει αλλά δεν άκουε. Ο μπάρμπας του ήρχισε να φωνάζη – Βρέ Κερατογιάννη πού είσαι; Φωνάζει του άλλου βοσκού: Φώναξε, βρε παλιόκορμο από αυτού! Τότε λοιπό ο μπάρμπας μέσ’ στη στενοχώρια του, βρε τους κατεργαρέους μας επήρανε το κοπάδι. Αυτός από την στεναχώρια του τότε, που ετάραζς τ’ αλεύρι να κάμη αραdουδάκι (αλεύρι που το βράζουν στο νερό και το τρώνε ως φαγητό) έπιασε τα γένεια dου και έτσι τ’ αλεύρωσε κ’ έμεινε η τοποθεσία ως σήμερα Τ’ αλευρογένη. Καθώς εκεί που ‘τανε ο Γιάννης έμεινε τ’ όνομα: Στου ΚερατοΓιάννη τη ράχη. Κ εκεί που ήτανε ο άλλος βοσκός που τον εφώναξε Παλιόκορμο έμεινε το όνομα Στους Κορμούς. Και το Αυλάκι επειδής εφώναξε «Αΐ τους κατεργαρέους μας πήραν το κοπάδι» έμεινε το όνομα στο λιμανάκι και το λέμε Κάτεργο.» [Κήπος= τοποθεσία εις την Νοτίαν ακτήν της Μήλου]

Ερχούντανε τακτικά εκειά στον Κήπο(1), στο Χάλακα τα Κλέφτικα καράβια. Ήσανε τρεις βοσκοί, ο ένας ο μεγάλος ήτανε στο τυροκομείο, οι δε τσι άλλους και τσ’ έστελνε για το κοπάδι. Ο ένας επήγε ψηλά στη ράχη, ο δε άλλος τον έστειλε ψηλά στο προβάρμα (κορυφή βουνού) να μπροβάλη (=να αντικρύση το απέναντι μέρος). Όπως επρόβαλε εκειά, είδε εκειά στ’ Αυλάκι (=τοποθεσία με μικρόν κολπίσκον) ένα καΐκι κ’ είχανε το κοπάδι μαζεμένο να το bαρκάρουνε. Αυτός εγύρισε ντελόγου (αμέσως) πίσω κ’ εφώναξε του μπάρμπα (=θείου) dου που ήτανε στο τυροκομείο πώς ήρθε ένα κλέφτικο καράβι και μας παίρνει το κοπάδι. Τότες ο μπάρμπας του του φωνάζει αγριεμένος: - Φώναξε του Γιάννη! Του φωνάζει αλλά δεν άκουε. Ο μπάρμπας του ήρχισε να φωνάζη – Βρέ Κερατογιάννη πού είσαι; Φωνάζει του άλλου βοσκού: Φώναξε, βρε παλιόκορμο από αυτού! Τότε λοιπό ο μπάρμπας μέσ’ στη στενοχώρια του, βρε τους κατεργαρέους μας επήρανε το κοπάδι. Αυτός από την στεναχώρια του τότε, που ετάραζς τ’ αλεύρι να κάμη αραdουδάκι (αλεύρι που το βράζουν στο νερό και το τρώνε ως φαγητό) έπιασε τα γένεια dου και έτσι τ’ αλεύρωσε κ’ έμεινε η τοποθεσία ως σήμερα Τ’ αλευρογένη. Καθώς εκεί που ‘τανε ο Γιάννης έμεινε τ’ όνομα: Στου ΚερατοΓιάννη τη ράχη. Κ εκεί που ήτανε ο άλλος βοσκός που τον εφώναξε Παλιόκορμο έμεινε το όνομα Στους Κορμούς. Και το Αυλάκι επειδής εφώναξε «Αΐ τους κατεργαρέους μας πήραν το κοπάδι» έμεινε το όνομα στο λιμανάκι και το λέμε Κάτεργο.» [Κήπος= τοποθεσία εις την Νοτίαν ακτήν της Μήλου]
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ερχούντανε τακτικά εκειά στον Κήπο(1), στο Χάλακα τα Κλέφτικα καράβια. Ήσανε τρεις βοσκοί, ο ένας ο μεγάλος ήτανε στο τυροκομείο, οι δε τσι άλλους και τσ’ έστελνε για το κοπάδι. Ο ένας επήγε ψηλά στη ράχη, ο δε άλλος τον έστειλε ψηλά στο προβάρμα (κορυφή βουνού) να μπροβάλη (=να αντικρύση το απέναντι μέρος). Όπως επρόβαλε εκειά, είδε εκειά στ’ Αυλάκι (=τοποθεσία με μικρόν κολπίσκον) ένα καΐκι κ’ είχανε το κοπάδι μαζεμένο να το bαρκάρουνε. Αυτός εγύρισε ντελόγου (αμέσως) πίσω κ’ εφώναξε του μπάρμπα (=θείου) dου που ήτανε στο τυροκομείο πώς ήρθε ένα κλέφτικο καράβι και μας παίρνει το κοπάδι. Τότες ο μπάρμπας του του φωνάζει αγριεμένος: - Φώναξε του Γιάννη! Του φωνάζει αλλά δεν άκουε. Ο μπάρμπας του ήρχισε να φωνάζη – Βρέ Κερατογιάννη πού είσαι; Φωνάζει του άλλου βοσκού: Φώναξε, βρε παλιόκορμο από αυτού! Τότε λοιπό ο μπάρμπας μέσ’ στη στενοχώρια του, βρε τους κατεργαρέους μας επήρανε το κοπάδι. Αυτός από την στεναχώρια του τότε, που ετάραζς τ’ αλεύρι να κάμη αραdουδάκι (αλεύρι που το βράζουν στο νερό και το τρώνε ως φαγητό) έπιασε τα γένεια dου και έτσι τ’ αλεύρωσε κ’ έμεινε η τοποθεσία ως σήμερα Τ’ αλευρογένη. Καθώς εκεί που ‘τανε ο Γιάννης έμεινε τ’ όνομα: Στου ΚερατοΓιάννη τη ράχη. Κ εκεί που ήτανε ο άλλος βοσκός που τον εφώναξε Παλιόκορμο έμεινε το όνομα Στους Κορμούς. Και το Αυλάκι επειδής εφώναξε «Αΐ τους κατεργαρέους μας πήραν το κοπάδι» έμεινε το όνομα στο λιμανάκι και το λέμε Κάτεργο.» [Κήπος= τοποθεσία εις την Νοτίαν ακτήν της Μήλου]

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Μήλος, Πέρα Τριοβάσαλος


1959




Λ. Α. αρ. 2304, σελ. 66 – 67, Γ. Κ. Σπυριδάκη, Μήλος, (Πέρα Τριοβάσαλος) 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/291979



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.