Άμα δε βγαίνουνε τα γρόσια, που ένας νυπνιάστηκε, παίρνουνε ένα ψαλτήρι, το δένουνε μ’ένα μαντήλι ή με σπάγγο καταμεσής και μέσ’ σε κείνο dο σπάγγο που κρέμεται ή ‘σ το μαντήλι περνούνε ένα κλειδί ύστερα βαστούνε το κλειδί και αφήνουνε το ψαλτήρι να κρέμεται όπου γυρίση το ψαλτήρι, κεί είναι ο δρόμος του θησαυρού.