Ήτουν ένας βασιλέας τ’όνομα του Αλέξανδρος και είσε μίανα αδελφή. Ατός ήρτε ώρα να ποίση μεγάλο πόλεμο και συλλογίσκουντουνε ανίσως ‘ς τόμ πόλεμο σκοτούται τι να ποίση και να μη πεθάνη. Δήβε του κόσμου τα τέσσερα μερέος γύρισε. Ηύρε ένα σουσέ γεμάτο αθάνατο νερό, πήρεν το και δήβε ‘ς σο σπίτι του και το είπε την αδελφή του. ‘’Ατό σήκω το και το γυρεύω σε την ώρα να μου το δώσης’’ ‘’Καλό’’ είπεν εγείνη και δήβε έβαλεν το απέσου ‘ς σο τολάπι. Ένα στάθε, δύο στάθε εκεί’’ από τι πράμα ένι απέσου’’ δήβε τράνησέν το ήνοιξε το στόμα του και σήκωσε ‘ς σο κεφάλιν της. Επειδήσκαι ήτουνε άνεμος κι αέρας ‘ς ένα ρόφημα έπινε όλο τόλωσέν το. Άς σο φόβος της γιάμ έρκεται αδελφός της και χτυπά σκοτώνει την δήβε λέγκεψε απέσου ‘ς ση θάλασσα. Εκεί κούρτισεν την ένα ψάρι ως μέσα. Ήρτε Αλέξανδρος βασιλέας ‘ς σο σπίτι γυρεύει τηνε τι ένι πουδένα. Δήβε του λόον του αράεψε ‘ς σα τολάπεα ‘ς σα ρούμπους, ηύρε το σουσέ. Αντίλι τρανά εύκαιρο’’Ουουί!’’ είπε ατός, έβρισε, βλαστήμισε, έπινηε τη ζωή μου τεερέκ ! Πολλούς ανθρώπους, έστειλε αδώ, εκεί γυρέψανε κ’ ηυράν τηνε ήτουνε μουλωμένη απέσου ‘ς ση θάλασσα ως ατώρα ζή ακόμα εκεί. Ένουσε φέκα πρόσωπο,σέρεα ανθρώπου άς σα βυζία και τ’ακάτου ψάρι. Κάποτε ‘ς ση θάλασσα απέσου τα παπόρεα πιάνει να τα βολίξη και ναύτοι καπετάνοι ‘σαν χουλίζουνε. ‘’Αλέξανδρος βασιλέας ζή και βασιλεύει’’ αφήνει φυέβη. Θαρρεί του αδελφού της το βαπόρι ένι και πολεμά να το βολίξη.

Ήτουν ένας βασιλέας τ’όνομα του Αλέξανδρος και είσε μίανα αδελφή. Ατός ήρτε ώρα να ποίση μεγάλο πόλεμο και συλλογίσκουντουνε ανίσως ‘ς τόμ πόλεμο σκοτούται τι να ποίση και να μη πεθάνη. Δήβε του κόσμου τα τέσσερα μερέος γύρισε. Ηύρε ένα σουσέ γεμάτο αθάνατο νερό, πήρεν το και δήβε ‘ς σο σπίτι του και το είπε την αδελφή του. ‘’Ατό σήκω το και το γυρεύω σε την ώρα να μου το δώσης’’ ‘’Καλό’’ είπεν εγείνη και δήβε έβαλεν το απέσου ‘ς σο τολάπι. Ένα στάθε, δύο στάθε εκεί’’ από τι πράμα ένι απέσου’’ δήβε τράνησέν το ήνοιξε το στόμα του και σήκωσε ‘ς σο κεφάλιν της. Επειδήσκαι ήτουνε άνεμος κι αέρας ‘ς ένα ρόφημα έπινε όλο τόλωσέν το. Άς σο φόβος της γιάμ έρκεται αδελφός της και χτυπά σκοτώνει την δήβε λέγκεψε απέσου ‘ς ση θάλασσα. Εκεί κούρτισεν την ένα ψάρι ως μέσα. Ήρτε Αλέξανδρος βασιλέας ‘ς σο σπίτι γυρεύει τηνε τι ένι πουδένα. Δήβε του λόον του αράεψε ‘ς σα τολάπεα ‘ς σα ρούμπους, ηύρε το σουσέ. Αντίλι τρανά εύκαιρο’’Ουουί!’’ είπε ατός, έβρισε, βλαστήμισε, έπινηε τη ζωή μου τεερέκ ! Πολλούς ανθρώπους, έστειλε αδώ, εκεί γυρέψανε κ’ ηυράν τηνε ήτουνε μουλωμένη απέσου ‘ς ση θάλασσα ως ατώρα ζή ακόμα εκεί. Ένουσε φέκα πρόσωπο,σέρεα ανθρώπου άς σα βυζία και τ’ακάτου ψάρι. Κάποτε ‘ς ση θάλασσα απέσου τα παπόρεα πιάνει να τα βολίξη και ναύτοι καπετάνοι ‘σαν χουλίζουνε. ‘’Αλέξανδρος βασιλέας ζή και βασιλεύει’’ αφήνει φυέβη. Θαρρεί του αδελφού της το βαπόρι ένι και πολεμά να το βολίξη.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ήτουν ένας βασιλέας τ’όνομα του Αλέξανδρος και είσε μίανα αδελφή. Ατός ήρτε ώρα να ποίση μεγάλο πόλεμο και συλλογίσκουντουνε ανίσως ‘ς τόμ πόλεμο σκοτούται τι να ποίση και να μη πεθάνη. Δήβε του κόσμου τα τέσσερα μερέος γύρισε. Ηύρε ένα σουσέ γεμάτο αθάνατο νερό, πήρεν το και δήβε ‘ς σο σπίτι του και το είπε την αδελφή του. ‘’Ατό σήκω το και το γυρεύω σε την ώρα να μου το δώσης’’ ‘’Καλό’’ είπεν εγείνη και δήβε έβαλεν το απέσου ‘ς σο τολάπι. Ένα στάθε, δύο στάθε εκεί’’ από τι πράμα ένι απέσου’’ δήβε τράνησέν το ήνοιξε το στόμα του και σήκωσε ‘ς σο κεφάλιν της. Επειδήσκαι ήτουνε άνεμος κι αέρας ‘ς ένα ρόφημα έπινε όλο τόλωσέν το. Άς σο φόβος της γιάμ έρκεται αδελφός της και χτυπά σκοτώνει την δήβε λέγκεψε απέσου ‘ς ση θάλασσα. Εκεί κούρτισεν την ένα ψάρι ως μέσα. Ήρτε Αλέξανδρος βασιλέας ‘ς σο σπίτι γυρεύει τηνε τι ένι πουδένα. Δήβε του λόον του αράεψε ‘ς σα τολάπεα ‘ς σα ρούμπους, ηύρε το σουσέ. Αντίλι τρανά εύκαιρο’’Ουουί!’’ είπε ατός, έβρισε, βλαστήμισε, έπινηε τη ζωή μου τεερέκ ! Πολλούς ανθρώπους, έστειλε αδώ, εκεί γυρέψανε κ’ ηυράν τηνε ήτουνε μουλωμένη απέσου ‘ς ση θάλασσα ως ατώρα ζή ακόμα εκεί. Ένουσε φέκα πρόσωπο,σέρεα ανθρώπου άς σα βυζία και τ’ακάτου ψάρι. Κάποτε ‘ς ση θάλασσα απέσου τα παπόρεα πιάνει να τα βολίξη και ναύτοι καπετάνοι ‘σαν χουλίζουνε. ‘’Αλέξανδρος βασιλέας ζή και βασιλεύει’’ αφήνει φυέβη. Θαρρεί του αδελφού της το βαπόρι ένι και πολεμά να το βολίξη.

Παπανανιάδης, Ελευθέριος
Παπανανιάδης, Ελευθέριος (EL)

Παραδόσεις

Πόντος, Τρίπολη


1921




Αρ. 242, Ελ. Παπανανιάδης, Τρίπολη. Αμισσός Θανία, σελ. 447 – 450

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/295046



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.