Λέγανε ότι καλλικατζάρ’ έναι, και κάναν σταυρό με το κερί και κολούσαν στο πανάθυρο, στη bόρτα, για να μη bούν οι καλλικατζάρ’. Μια bλεξίδα βούρλα ζώνανε στη μέση τους όσοι βγαίναν πάρωρα, για να γώσουν τις καλλικατζάρ’. Άμα βλέπουν το βούρλο οι καλλικατζάρ’ δε bάνε κοdά. Την ημέρα που βγαίν’ ο Σταυρός, τότε οι Καλλικατζάρ’ φεύγν’ –Αdήστε να παγαίνουμε κι έρχετ’ ο τουρλούπαπας με τη μούgρα στο λαιμό και με τη Χαρχατσούκλα. Λέγαν ότι φεύγαν. Μπαίναν μες στα bουbουκάρδα και φεύγαν. Πηγαίναν στην Αίνο. Ένας Βασίλης Μπάνος έρχουdαν απ’έξ και τον έφτασαν οι Καλλικατζάρ’. Είχε το γαιδούρι του φορτωμένο ξύλα. Λέγαν οι καλλ’κατζάρ : -Τσούς, τσούς, γαιδάρες που η αγάς που σ’απαρλερά Έλεγαν ο νοικοκύρις. –Να το ένα το μιγόμ να και τάλλο τα’απιγόμ που η αγά που σ’απαρλερά. Όσο πήγαν κοντά στο χωριό και χύνεται κι’αρπά έναν και τον δεν με τα βούρλα, την bλεξίδα. Είχε μαζί του τέτοια. Το bήρε και τον έδεσε μέσα στο κατώι στο στύλο, και τον έδωσε ένα κόσκινο κουκιά να μετρά. Έλεγε : Ένα, δύο, τρία, το χάσω του, δεν ήξερε να μετρήσ’ παραπάνω. Ύστερα τον είχαν ώσπου πέρασαν τα Θεοφάνεια, ύστερα έγινεν άνθρωπος καλός. Τις λέει : -Τούτο που με κάμετε το καλό, εγώ τι θα σας κάνω; Το μέρος μου είναι στην Αίνο. Θα πάγω εκεί καθά σα στείλω ένα κιούπ’ να βάζετε το κρασί, να με θυμούστε. Και τους έστειλε ένα κιούπ’ όλο ξόμπλια. Η γυναίκα μας έδειξε τη σφίδα με ξόμπλια. Άλλ’ απάνω, στενός λαιμός. Βάζει μέσα 130 οκάδες και τις λένε δωδεκάρες =12 μέτρα κρασί =140 οκάδες). (βούρλα= Μεγάλη εβδομάδα βγάζουν τα βούρλα οι γριές και τάχουν για τις καλλικατζάρ. Φοβάται τα βουρλα και δε bάει κοντά, χαρχατσούκλα=αγιαστούρα)

Λέγανε ότι καλλικατζάρ’ έναι, και κάναν σταυρό με το κερί και κολούσαν στο πανάθυρο, στη bόρτα, για να μη bούν οι καλλικατζάρ’. Μια bλεξίδα βούρλα ζώνανε στη μέση τους όσοι βγαίναν πάρωρα, για να γώσουν τις καλλικατζάρ’. Άμα βλέπουν το βούρλο οι καλλικατζάρ’ δε bάνε κοdά. Την ημέρα που βγαίν’ ο Σταυρός, τότε οι Καλλικατζάρ’ φεύγν’ –Αdήστε να παγαίνουμε κι έρχετ’ ο τουρλούπαπας με τη μούgρα στο λαιμό και με τη Χαρχατσούκλα. Λέγαν ότι φεύγαν. Μπαίναν μες στα bουbουκάρδα και φεύγαν. Πηγαίναν στην Αίνο. Ένας Βασίλης Μπάνος έρχουdαν απ’έξ και τον έφτασαν οι Καλλικατζάρ’. Είχε το γαιδούρι του φορτωμένο ξύλα. Λέγαν οι καλλ’κατζάρ : -Τσούς, τσούς, γαιδάρες που η αγάς που σ’απαρλερά Έλεγαν ο νοικοκύρις. –Να το ένα το μιγόμ να και τάλλο τα’απιγόμ που η αγά που σ’απαρλερά. Όσο πήγαν κοντά στο χωριό και χύνεται κι’αρπά έναν και τον δεν με τα βούρλα, την bλεξίδα. Είχε μαζί του τέτοια. Το bήρε και τον έδεσε μέσα στο κατώι στο στύλο, και τον έδωσε ένα κόσκινο κουκιά να μετρά. Έλεγε : Ένα, δύο, τρία, το χάσω του, δεν ήξερε να μετρήσ’ παραπάνω. Ύστερα τον είχαν ώσπου πέρασαν τα Θεοφάνεια, ύστερα έγινεν άνθρωπος καλός. Τις λέει : -Τούτο που με κάμετε το καλό, εγώ τι θα σας κάνω; Το μέρος μου είναι στην Αίνο. Θα πάγω εκεί καθά σα στείλω ένα κιούπ’ να βάζετε το κρασί, να με θυμούστε. Και τους έστειλε ένα κιούπ’ όλο ξόμπλια. Η γυναίκα μας έδειξε τη σφίδα με ξόμπλια. Άλλ’ απάνω, στενός λαιμός. Βάζει μέσα 130 οκάδες και τις λένε δωδεκάρες =12 μέτρα κρασί =140 οκάδες). (βούρλα= Μεγάλη εβδομάδα βγάζουν τα βούρλα οι γριές και τάχουν για τις καλλικατζάρ. Φοβάται τα βουρλα και δε bάει κοντά, χαρχατσούκλα=αγιαστούρα)
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Λέγανε ότι καλλικατζάρ’ έναι, και κάναν σταυρό με το κερί και κολούσαν στο πανάθυρο, στη bόρτα, για να μη bούν οι καλλικατζάρ’. Μια bλεξίδα βούρλα ζώνανε στη μέση τους όσοι βγαίναν πάρωρα, για να γώσουν τις καλλικατζάρ’. Άμα βλέπουν το βούρλο οι καλλικατζάρ’ δε bάνε κοdά. Την ημέρα που βγαίν’ ο Σταυρός, τότε οι Καλλικατζάρ’ φεύγν’ –Αdήστε να παγαίνουμε κι έρχετ’ ο τουρλούπαπας με τη μούgρα στο λαιμό και με τη Χαρχατσούκλα. Λέγαν ότι φεύγαν. Μπαίναν μες στα bουbουκάρδα και φεύγαν. Πηγαίναν στην Αίνο. Ένας Βασίλης Μπάνος έρχουdαν απ’έξ και τον έφτασαν οι Καλλικατζάρ’. Είχε το γαιδούρι του φορτωμένο ξύλα. Λέγαν οι καλλ’κατζάρ : -Τσούς, τσούς, γαιδάρες που η αγάς που σ’απαρλερά Έλεγαν ο νοικοκύρις. –Να το ένα το μιγόμ να και τάλλο τα’απιγόμ που η αγά που σ’απαρλερά. Όσο πήγαν κοντά στο χωριό και χύνεται κι’αρπά έναν και τον δεν με τα βούρλα, την bλεξίδα. Είχε μαζί του τέτοια. Το bήρε και τον έδεσε μέσα στο κατώι στο στύλο, και τον έδωσε ένα κόσκινο κουκιά να μετρά. Έλεγε : Ένα, δύο, τρία, το χάσω του, δεν ήξερε να μετρήσ’ παραπάνω. Ύστερα τον είχαν ώσπου πέρασαν τα Θεοφάνεια, ύστερα έγινεν άνθρωπος καλός. Τις λέει : -Τούτο που με κάμετε το καλό, εγώ τι θα σας κάνω; Το μέρος μου είναι στην Αίνο. Θα πάγω εκεί καθά σα στείλω ένα κιούπ’ να βάζετε το κρασί, να με θυμούστε. Και τους έστειλε ένα κιούπ’ όλο ξόμπλια. Η γυναίκα μας έδειξε τη σφίδα με ξόμπλια. Άλλ’ απάνω, στενός λαιμός. Βάζει μέσα 130 οκάδες και τις λένε δωδεκάρες =12 μέτρα κρασί =140 οκάδες). (βούρλα= Μεγάλη εβδομάδα βγάζουν τα βούρλα οι γριές και τάχουν για τις καλλικατζάρ. Φοβάται τα βουρλα και δε bάει κοντά, χαρχατσούκλα=αγιαστούρα)

Μέγας, Γ. Α.
Μέγας, Γ. Α. (EL)

Παραδόσεις

Λήμνος, Κάσπακας


1938




Αρ. 1160 Ε, σελ. 24, Γ. Μέγας, Πρόσφηγες εν Λήμνω, Ιμβρος (Γλυκύ), 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/295268



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.