Μια φορά ήταν ένας γέρος τσαι μια γρήα. Ένα πρωί φόρτωσ’ ο γέρος το γαιδουράτσι του στάρι τσαι πήγε ν’αλέση στο μύλο. Ο μυλωνάς είχε μια γρουνίτσα τσαι την έσφαξε. <Παίρνεις τσαι συ , γέρο, ένα κομμάτι;> του λέει <Το παίρνω,> λέει ο γέρος. Το βράδυ που ήθελε να φύγη, φόρτωσε το γαιδουράτσι του, έβαλε κρέας μέσ’ς το σακκούλι του τα’έφυγε. Στο δρόμο νύχτωσε τσειχάμω στου αρχοντικού τη σπήλιά. Κατέβητσε από το γαιδουράτσι του τσαι τρούπωσε μέσ’ςτη σπηλιά. Κατέβητσε από το γαιδουράτσι του τσαί τρούπωσε μέσ’ςτη σπηλιά. Άναψε φουγγάρια, έκαμε θράκα, τα’ έβαλε το κρέας στη θράκα τσαί ψηνότανε. Το πήρανε μυρωδιά τα λυκοκάτζαρα τσαι ήρθανε στη σπηλιά. Κουλουμώσανε το γέρο τσαι του γυρεύανε κρέας. <Παππού τσιτσί> του λέγανε. Τσείνος τους έλεγε να πομονέψουνε να ψηθή πρώτα. <Τώρα, γιέ μου, να ψηθή. –Παππού, τσιτσί τα’άς είν’ τα’ ωμό –Τώρα να ψηθή> Τσαι πολεμάγανε να του το αρπάξουνε από τη θράκα. Ο γέρος ούλο <τώρα, γιέ μου, να ψηθή> τους έλεγε, ίσαμε που ψηθή το κρέας. Τότες παίρνει ένα δαυλί, τσαι τους δίνει μια, με τη θράκα στογ κώλο, τσαι τα φωτόκαψε. Τσείνα απολύσανε τοις πορδές τσαι πλαλήσανε σακάτω. Φορτώνει τότε ο γέρος το γαιδουράτσι του, βάνει το κρέας μέσ’ς το σακκούλι του τσαι καβαλάει τσαι τσείνος απανωγώμι. Για να μη φαίνεται, κουκουλώθη με τηγ κάπα του, τσαι μένα ξύλο σούγκλασε το γαιδουράτσι του χωρίς να φαίνεται. Τα λυκοκάντζαρα πήγανε στη σπηλιά, τσαί δεν τον ηύρανε τσεί, πλαλάνε τσαί φτάνουνε το γαιδούρι. Τηράγανε τσαι δεν βλέπανε το γέρο. -<Να το ένα μπλευρό, να τσαι τάλλο να τσαι τα’απανωγώμι που είν’ ο γεροτσερατάς; Πάλι στη σπηλίτσα θα είναι.> Πλάλα, πλάλα, παγαίνανε στη σπηλίτσα. Τηράγανε δεν τόνε βρίσκανε, πάλι ερχόντανε στο γαιδούρι. <Να το ένα μπλευρό, να τσαι τάλλο που είν’ο γέρο τσερατάς; Στη σπηλίτσα θα είναι> Ίσα με που έφτασε ο γέρος απ’όξ από τημ πόρτα του τότε κόβει μια φωνή. <Έβγα, γρήα με το δαύλο.> Πετάγεται η γρήα με θράκα στο φτυάρι τσαι τους δίνει μια από πίσω τους. Τσείνα φωτοκαήκανε τσαι πλαλήσανε. Το βράδυ που πήγε ο γέρος τσαι η γρήα να τσοιμηθούνε, τα λυκοκάτζαρα κρεμάγανε από τοις τρούπες τα πόδια τους τα’ ο γέρος με τη γρήα στσαζόντανε. (Ενοικιαστής του φόρου των δημητριακών)

Μια φορά ήταν ένας γέρος τσαι μια γρήα. Ένα πρωί φόρτωσ’ ο γέρος το γαιδουράτσι του στάρι τσαι πήγε ν’αλέση στο μύλο. Ο μυλωνάς είχε μια γρουνίτσα τσαι την έσφαξε. <Παίρνεις τσαι συ , γέρο, ένα κομμάτι;> του λέει <Το παίρνω,> λέει ο γέρος. Το βράδυ που ήθελε να φύγη, φόρτωσε το γαιδουράτσι του, έβαλε κρέας μέσ’ς το σακκούλι του τα’έφυγε. Στο δρόμο νύχτωσε τσειχάμω στου αρχοντικού τη σπήλιά. Κατέβητσε από το γαιδουράτσι του τσαι τρούπωσε μέσ’ςτη σπηλιά. Κατέβητσε από το γαιδουράτσι του τσαί τρούπωσε μέσ’ςτη σπηλιά. Άναψε φουγγάρια, έκαμε θράκα, τα’ έβαλε το κρέας στη θράκα τσαί ψηνότανε. Το πήρανε μυρωδιά τα λυκοκάτζαρα τσαι ήρθανε στη σπηλιά. Κουλουμώσανε το γέρο τσαι του γυρεύανε κρέας. <Παππού τσιτσί> του λέγανε. Τσείνος τους έλεγε να πομονέψουνε να ψηθή πρώτα. <Τώρα, γιέ μου, να ψηθή. –Παππού, τσιτσί τα’άς είν’ τα’ ωμό –Τώρα να ψηθή> Τσαι πολεμάγανε να του το αρπάξουνε από τη θράκα. Ο γέρος ούλο <τώρα, γιέ μου, να ψηθή> τους έλεγε, ίσαμε που ψηθή το κρέας. Τότες παίρνει ένα δαυλί, τσαι τους δίνει μια, με τη θράκα στογ κώλο, τσαι τα φωτόκαψε. Τσείνα απολύσανε τοις πορδές τσαι πλαλήσανε σακάτω. Φορτώνει τότε ο γέρος το γαιδουράτσι του, βάνει το κρέας μέσ’ς το σακκούλι του τσαι καβαλάει τσαι τσείνος απανωγώμι. Για να μη φαίνεται, κουκουλώθη με τηγ κάπα του, τσαι μένα ξύλο σούγκλασε το γαιδουράτσι του χωρίς να φαίνεται. Τα λυκοκάντζαρα πήγανε στη σπηλιά, τσαί δεν τον ηύρανε τσεί, πλαλάνε τσαί φτάνουνε το γαιδούρι. Τηράγανε τσαι δεν βλέπανε το γέρο. -<Να το ένα μπλευρό, να τσαι τάλλο να τσαι τα’απανωγώμι που είν’ ο γεροτσερατάς; Πάλι στη σπηλίτσα θα είναι.> Πλάλα, πλάλα, παγαίνανε στη σπηλίτσα. Τηράγανε δεν τόνε βρίσκανε, πάλι ερχόντανε στο γαιδούρι. <Να το ένα μπλευρό, να τσαι τάλλο που είν’ο γέρο τσερατάς; Στη σπηλίτσα θα είναι> Ίσα με που έφτασε ο γέρος απ’όξ από τημ πόρτα του τότε κόβει μια φωνή. <Έβγα, γρήα με το δαύλο.> Πετάγεται η γρήα με θράκα στο φτυάρι τσαι τους δίνει μια από πίσω τους. Τσείνα φωτοκαήκανε τσαι πλαλήσανε. Το βράδυ που πήγε ο γέρος τσαι η γρήα να τσοιμηθούνε, τα λυκοκάτζαρα κρεμάγανε από τοις τρούπες τα πόδια τους τα’ ο γέρος με τη γρήα στσαζόντανε. (Ενοικιαστής του φόρου των δημητριακών)
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά ήταν ένας γέρος τσαι μια γρήα. Ένα πρωί φόρτωσ’ ο γέρος το γαιδουράτσι του στάρι τσαι πήγε ν’αλέση στο μύλο. Ο μυλωνάς είχε μια γρουνίτσα τσαι την έσφαξε. <Παίρνεις τσαι συ , γέρο, ένα κομμάτι;> του λέει <Το παίρνω,> λέει ο γέρος. Το βράδυ που ήθελε να φύγη, φόρτωσε το γαιδουράτσι του, έβαλε κρέας μέσ’ς το σακκούλι του τα’έφυγε. Στο δρόμο νύχτωσε τσειχάμω στου αρχοντικού τη σπήλιά. Κατέβητσε από το γαιδουράτσι του τσαι τρούπωσε μέσ’ςτη σπηλιά. Κατέβητσε από το γαιδουράτσι του τσαί τρούπωσε μέσ’ςτη σπηλιά. Άναψε φουγγάρια, έκαμε θράκα, τα’ έβαλε το κρέας στη θράκα τσαί ψηνότανε. Το πήρανε μυρωδιά τα λυκοκάτζαρα τσαι ήρθανε στη σπηλιά. Κουλουμώσανε το γέρο τσαι του γυρεύανε κρέας. <Παππού τσιτσί> του λέγανε. Τσείνος τους έλεγε να πομονέψουνε να ψηθή πρώτα. <Τώρα, γιέ μου, να ψηθή. –Παππού, τσιτσί τα’άς είν’ τα’ ωμό –Τώρα να ψηθή> Τσαι πολεμάγανε να του το αρπάξουνε από τη θράκα. Ο γέρος ούλο <τώρα, γιέ μου, να ψηθή> τους έλεγε, ίσαμε που ψηθή το κρέας. Τότες παίρνει ένα δαυλί, τσαι τους δίνει μια, με τη θράκα στογ κώλο, τσαι τα φωτόκαψε. Τσείνα απολύσανε τοις πορδές τσαι πλαλήσανε σακάτω. Φορτώνει τότε ο γέρος το γαιδουράτσι του, βάνει το κρέας μέσ’ς το σακκούλι του τσαι καβαλάει τσαι τσείνος απανωγώμι. Για να μη φαίνεται, κουκουλώθη με τηγ κάπα του, τσαι μένα ξύλο σούγκλασε το γαιδουράτσι του χωρίς να φαίνεται. Τα λυκοκάντζαρα πήγανε στη σπηλιά, τσαί δεν τον ηύρανε τσεί, πλαλάνε τσαί φτάνουνε το γαιδούρι. Τηράγανε τσαι δεν βλέπανε το γέρο. -<Να το ένα μπλευρό, να τσαι τάλλο να τσαι τα’απανωγώμι που είν’ ο γεροτσερατάς; Πάλι στη σπηλίτσα θα είναι.> Πλάλα, πλάλα, παγαίνανε στη σπηλίτσα. Τηράγανε δεν τόνε βρίσκανε, πάλι ερχόντανε στο γαιδούρι. <Να το ένα μπλευρό, να τσαι τάλλο που είν’ο γέρο τσερατάς; Στη σπηλίτσα θα είναι> Ίσα με που έφτασε ο γέρος απ’όξ από τημ πόρτα του τότε κόβει μια φωνή. <Έβγα, γρήα με το δαύλο.> Πετάγεται η γρήα με θράκα στο φτυάρι τσαι τους δίνει μια από πίσω τους. Τσείνα φωτοκαήκανε τσαι πλαλήσανε. Το βράδυ που πήγε ο γέρος τσαι η γρήα να τσοιμηθούνε, τα λυκοκάτζαρα κρεμάγανε από τοις τρούπες τα πόδια τους τα’ ο γέρος με τη γρήα στσαζόντανε. (Ενοικιαστής του φόρου των δημητριακών)

Φραγκούλης, Χρήστος Β.
Φραγκούλης, Χρήστος Β. (EL)

Παραδόσεις

Λακωνία, Μεγάλη Μαντίνεια


1918




Χρ. Φραγκούλης, Μεγάλη Μαντίνεια Λακωνικής, Λαογραφία ΣΤ', 1917 – 1918, σελ. 248, αρ. 1

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/295427



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)