use the file or the thumbnail according to the license: CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
Δρασκιλόνω= Αύρ «δρασκίλωσα» j παθ
(EL)
Μακρής, Παναγιώτης Γ.
Δρασκιλόνω= Αύρ «δρασκίλωσα» j παθ. Παρακ. «δρασκιλωμένο»= διέρχομαι άνωθεν τινός, ‘ς «δρασκελίζω» λέγεται «το έρμο το φίδι μες στο δρόμο ήταν ‘ς το δρασκύλωσα.» υπάρχει ‘ς δεισιδαιμονία καθ’ είν πιστεύεται ‘ς δοξάζεται, ότι ο εις πολυχρόνιον νόσον εμπεστίν, μη επιτυχών δεν της σωτηρίας αύτων , πράμα δρασκιλωμένο έχει, νεράιδα ή άλλο εξωτικόν ή αράπτω.
(EL)