Οι πρωτινές την Παρασκευγή τήνε γιορτιάζανε Πέφτη βράδυ, Παρασκευγή ξημέρωμα δε δουλεύγανε, οι πρωτινές την Παρασκευγή την ετάσσανε «Άγια μου Παρασκευγή να γενή το παιδί μου καλά (ή ο άντρας μου) τσαι να μη δουλεύγουν η σχωρεμένη η μάννα μου την εγιόρτιαζε, μα γιατί δεν ήξερον

Οι πρωτινές την Παρασκευγή τήνε γιορτιάζανε Πέφτη βράδυ, Παρασκευγή ξημέρωμα δε δουλεύγανε, οι πρωτινές την Παρασκευγή την ετάσσανε «Άγια μου Παρασκευγή να γενή το παιδί μου καλά (ή ο άντρας μου) τσαι να μη δουλεύγουν η σχωρεμένη η μάννα μου την εγιόρτιαζε, μα γιατί δεν ήξερον
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε το ψηφιακό αρχείο του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το ψηφιακό αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Οι πρωτινές την Παρασκευγή τήνε γιορτιάζανε Πέφτη βράδυ, Παρασκευγή ξημέρωμα δε δουλεύγανε, οι πρωτινές την Παρασκευγή την ετάσσανε «Άγια μου Παρασκευγή να γενή το παιδί μου καλά (ή ο άντρας μου) τσαι να μη δουλεύγουν η σχωρεμένη η μάννα μου την εγιόρτιαζε, μα γιατί δεν ήξερον (EL)

Φάβης, Β.

Οι πρωτινές την Παρασκευγή τήνε γιορτιάζανε Πέφτη βράδυ, Παρασκευγή ξημέρωμα δε δουλεύγανε, οι πρωτινές την Παρασκευγή την ετάσσανε «Άγια μου Παρασκευγή να γενή το παιδί μου καλά (ή ο άντρας μου) τσαι να μη δουλεύγουν η σχωρεμένη η μάννα μου την εγιόρτιαζε, μα γιατί δεν ήξερον. Η θεία μου η Μαρία πάντες τσουλιοπόναγε στο Γιώργη τηνε τάξανε άλλοι, να γεννήση με το καλό τσαι να μη δουλεύγη τσαι πλια δεν εδούλευγε. Λένε πως μια βολά μια νοικοτσυρά νυχτέρευγε, τσει που νυχτέρευγε έρκεται μια γεναίκα τσαι χωρίς να μιλή έπαιρε λίγο παμπάτσι το έκαμε σαλισάτσι τ’ άφινε κάτου, έκαμνα τσ’ ένα κουραδάτσι, πήγαινε πάρα πέρα έκαμνε το ίδιο, χιόμιτσε τον τόπο σαλισάτσα τσαι κουραδάτσα. Η νοικοκυρά το κατάλαβε πως ήτανε η Πέφτη τσαι βγέλλει όξου τσαι φωνάζει «κάησανε της Πέφτης τα παιδιά.» Τ’ ακούει η Πέφτη σκώνεται να πάη στα παιδιά της να τα γλυτώση μαθές. Μπαίνει μέσα η νοικοτσυρά, μαζεύγει τα σαλισάτσα τσαι τα κουραδάτσα τσαι τα πετάει όξου, τσαι αμπαρώνεται καλά. Σε λίγο έρκεται η Πέφτη, κάμνει ν’ ανοίξη, κλειδωμένα, φωνάζει «σαλισάτσι, σαλισάτσι, άνοιξέ μου να μπου μέσα» «να μια, να δω π’ όξου» φωνάζανε τσείνα, πάλι φωνάζει «κουραδάτσι, κουραδάτσι, άνοιξέ μου να μπου μέσα «να μια να δω π’ όξου». Άϊντε, λέει η Πέφτη, πρόφτασες, κόμα μια βολά να καθίσης να νυχτερέψης τσαι να ιδής τι θα πάθης. Τσαι την Τετάρτη την εγιορτάζανε οι πρωτινές Τρίτη βράδυ, Τετάρτη ξημερώματα δεν ενέθανε, γιατί η πιο βαριά δουλειά ήτανε το νέσιμο, γιαυτό λέγανε την παροιμία Παρασκευγή τον άντρα σου, Τετράδη τα παιδιά σου, τα’ α δεν έχεις τσαι παιδιά φύλαχτ’ τα δύο σου μάτια. (EL)

Παράδοση (EL)

Εύβοια, Μέση (EL)


1902



Αρ. 1083, σελ. 194, Β. Φάβης, Μέση Εύβοια, 1902
1083

Ελληνική γλώσσα

Κείμενο




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.