Στο Καμποχώρι (χωριό) κάποιος ονόματι Μπαντής πέθανε και έγινε βρικόλακας και ότι έλεγεν ο κόσμος να κάμη από βραδύς την άλλη μέρα, δηλαδή να πάνε για σπορά, τότε τα παιδιά πριν τα ετοιμάσουν, το πρωί τα έβρισκαν έτοιμα. Τα ετοίμαζε ο πατέρας τους ο βρυκόλακας, ξαναγκάστηκαν να βάλουν υπάλληλο, γιατί φοβόντουσαν τα παιδιά του. Ρώτηξαν πιο θέλουν να βάλουν εκεί στο σπίτι και βρέθηκε κάποιος Κυριάκος, επάγγελμα τσαγκάρης, τον ήξερα κι εγώ. Αυτός λέει έρχομαι υπάλληλος δεν φοβάμαι. Πάει υπάλληλος και τον έβαλαν να κοιμηθή στο δωμάτιο που πέθανε ο γέρος. Το πρώτο βράδυ βγήκε ο γέρος σαν φάντασμα και του λέει. Εσύ ‘σαι ο νοικοκύρης ; Ναι λέει. Μα στη θέση σου ήμουνα εγώ. Τότε μπορούμε να κάμουμε οι δυό μας παρέα αφού τα παιδιά μου με εγκατέλειψαν από δω να τα εξοντώσης και θα μείνεις εσύ. –Μα πώς να εξοντώσω τα παιδιά σου. –Μα αν δεν τα ξοντώσης αυτά θα εξοντώσουν εμένα. –Πως θα ξοντωθής εσύ. –Υπάρχει ένας μάγος στη Θ\κη που μπορεί να με εξοντώση εμένα. Είπε δηλαδή το μυστικό του στο τσαγκάρη. Του λέει ο τσαγκάρης θα το κάνω την επόμενη. Ο τσαγκάρης όμως πήγε στη Θ/κη να βρή τον μάγο. Τον έφερε το μάγο και ήρθε σε επαφή με τον βρυκόλακα. Ο μάγος του είπε του βρυκόλακα. Έλα να πάμε που έχουμε πανηγύρι. Το πήρε και τον έβαλε σ’ένα δοχείο με καραμέλες, όλο γλυκίσματα, το έβαλε στον ντρουβά με τα γλυκίσματα να τον πάη στο πανηγύρι. Μόλις τον τύλιξε εκεί μέσα τον βρυκόλακα τον έβαλε έξω στο δάσος, να τον φανε τα’αγρίμια. Εκεί τον βρήκαν τον ντρουβά σκαλωμένο στα δέντρα δυο ξυλοκόποι, που πήγαν να κόψουν ξύλα. Πήραν αυτοί τον ντρουβά με τα κουφέτα οι ξυλοκόποι στο σπίτι. Γυναίκα σου φέρανε στο Ρουμάνι καινούργιο ντρουβά με γλυκίσματα. Η γυναίκα λέει να τον πάτε πίσω φοβάμαι. Τότε αυτοί φοβήθηκαν τον έβγαλαν βράδυ έξω και τον κρέμασαν στα μπρόστια (πρωσταίον) δηλαδή στο χαγιάτι, έξω από την πόρτα. Μόλις νύχτωσε καλά, άρχισε το πανηγύρι στα μπρώστια, νταούλια, βιολιά στο σπίτι, μαζεύτηκε ο κόσμος μα πως πανηγύρι σ’αυτό το σπίτι. Μόλις λάλησε ο πετεινός σταμάτησαν τα βιολιά. Μαζεύτηκε ο μαχαλάς δεν έβλεπαν τίποτα και μόνο άκουγαν. Την άλλη μέρα η γυναίκα λέει πάρε τον ντρουβά και πήγαινε τονε ακόμα κάτου από κεί που τον βρήκες.

Στο Καμποχώρι (χωριό) κάποιος ονόματι Μπαντής πέθανε και έγινε βρικόλακας και ότι έλεγεν ο κόσμος να κάμη από βραδύς την άλλη μέρα, δηλαδή να πάνε για σπορά, τότε τα παιδιά πριν τα ετοιμάσουν, το πρωί τα έβρισκαν έτοιμα. Τα ετοίμαζε ο πατέρας τους ο βρυκόλακας, ξαναγκάστηκαν να βάλουν υπάλληλο, γιατί φοβόντουσαν τα παιδιά του. Ρώτηξαν πιο θέλουν να βάλουν εκεί στο σπίτι και βρέθηκε κάποιος Κυριάκος, επάγγελμα τσαγκάρης, τον ήξερα κι εγώ. Αυτός λέει έρχομαι υπάλληλος δεν φοβάμαι. Πάει υπάλληλος και τον έβαλαν να κοιμηθή στο δωμάτιο που πέθανε ο γέρος. Το πρώτο βράδυ βγήκε ο γέρος σαν φάντασμα και του λέει. Εσύ ‘σαι ο νοικοκύρης ; Ναι λέει. Μα στη θέση σου ήμουνα εγώ. Τότε μπορούμε να κάμουμε οι δυό μας παρέα αφού τα παιδιά μου με εγκατέλειψαν από δω να τα εξοντώσης και θα μείνεις εσύ. –Μα πώς να εξοντώσω τα παιδιά σου. –Μα αν δεν τα ξοντώσης αυτά θα εξοντώσουν εμένα. –Πως θα ξοντωθής εσύ. –Υπάρχει ένας μάγος στη Θ\κη που μπορεί να με εξοντώση εμένα. Είπε δηλαδή το μυστικό του στο τσαγκάρη. Του λέει ο τσαγκάρης θα το κάνω την επόμενη. Ο τσαγκάρης όμως πήγε στη Θ/κη να βρή τον μάγο. Τον έφερε το μάγο και ήρθε σε επαφή με τον βρυκόλακα. Ο μάγος του είπε του βρυκόλακα. Έλα να πάμε που έχουμε πανηγύρι. Το πήρε και τον έβαλε σ’ένα δοχείο με καραμέλες, όλο γλυκίσματα, το έβαλε στον ντρουβά με τα γλυκίσματα να τον πάη στο πανηγύρι. Μόλις τον τύλιξε εκεί μέσα τον βρυκόλακα τον έβαλε έξω στο δάσος, να τον φανε τα’αγρίμια. Εκεί τον βρήκαν τον ντρουβά σκαλωμένο στα δέντρα δυο ξυλοκόποι, που πήγαν να κόψουν ξύλα. Πήραν αυτοί τον ντρουβά με τα κουφέτα οι ξυλοκόποι στο σπίτι. Γυναίκα σου φέρανε στο Ρουμάνι καινούργιο ντρουβά με γλυκίσματα. Η γυναίκα λέει να τον πάτε πίσω φοβάμαι. Τότε αυτοί φοβήθηκαν τον έβγαλαν βράδυ έξω και τον κρέμασαν στα μπρόστια (πρωσταίον) δηλαδή στο χαγιάτι, έξω από την πόρτα. Μόλις νύχτωσε καλά, άρχισε το πανηγύρι στα μπρώστια, νταούλια, βιολιά στο σπίτι, μαζεύτηκε ο κόσμος μα πως πανηγύρι σ’αυτό το σπίτι. Μόλις λάλησε ο πετεινός σταμάτησαν τα βιολιά. Μαζεύτηκε ο μαχαλάς δεν έβλεπαν τίποτα και μόνο άκουγαν. Την άλλη μέρα η γυναίκα λέει πάρε τον ντρουβά και πήγαινε τονε ακόμα κάτου από κεί που τον βρήκες.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Στο Καμποχώρι (χωριό) κάποιος ονόματι Μπαντής πέθανε και έγινε βρικόλακας και ότι έλεγεν ο κόσμος να κάμη από βραδύς την άλλη μέρα, δηλαδή να πάνε για σπορά, τότε τα παιδιά πριν τα ετοιμάσουν, το πρωί τα έβρισκαν έτοιμα. Τα ετοίμαζε ο πατέρας τους ο βρυκόλακας, ξαναγκάστηκαν να βάλουν υπάλληλο, γιατί φοβόντουσαν τα παιδιά του. Ρώτηξαν πιο θέλουν να βάλουν εκεί στο σπίτι και βρέθηκε κάποιος Κυριάκος, επάγγελμα τσαγκάρης, τον ήξερα κι εγώ. Αυτός λέει έρχομαι υπάλληλος δεν φοβάμαι. Πάει υπάλληλος και τον έβαλαν να κοιμηθή στο δωμάτιο που πέθανε ο γέρος. Το πρώτο βράδυ βγήκε ο γέρος σαν φάντασμα και του λέει. Εσύ ‘σαι ο νοικοκύρης ; Ναι λέει. Μα στη θέση σου ήμουνα εγώ. Τότε μπορούμε να κάμουμε οι δυό μας παρέα αφού τα παιδιά μου με εγκατέλειψαν από δω να τα εξοντώσης και θα μείνεις εσύ. –Μα πώς να εξοντώσω τα παιδιά σου. –Μα αν δεν τα ξοντώσης αυτά θα εξοντώσουν εμένα. –Πως θα ξοντωθής εσύ. –Υπάρχει ένας μάγος στη Θ\κη που μπορεί να με εξοντώση εμένα. Είπε δηλαδή το μυστικό του στο τσαγκάρη. Του λέει ο τσαγκάρης θα το κάνω την επόμενη. Ο τσαγκάρης όμως πήγε στη Θ/κη να βρή τον μάγο. Τον έφερε το μάγο και ήρθε σε επαφή με τον βρυκόλακα. Ο μάγος του είπε του βρυκόλακα. Έλα να πάμε που έχουμε πανηγύρι. Το πήρε και τον έβαλε σ’ένα δοχείο με καραμέλες, όλο γλυκίσματα, το έβαλε στον ντρουβά με τα γλυκίσματα να τον πάη στο πανηγύρι. Μόλις τον τύλιξε εκεί μέσα τον βρυκόλακα τον έβαλε έξω στο δάσος, να τον φανε τα’αγρίμια. Εκεί τον βρήκαν τον ντρουβά σκαλωμένο στα δέντρα δυο ξυλοκόποι, που πήγαν να κόψουν ξύλα. Πήραν αυτοί τον ντρουβά με τα κουφέτα οι ξυλοκόποι στο σπίτι. Γυναίκα σου φέρανε στο Ρουμάνι καινούργιο ντρουβά με γλυκίσματα. Η γυναίκα λέει να τον πάτε πίσω φοβάμαι. Τότε αυτοί φοβήθηκαν τον έβγαλαν βράδυ έξω και τον κρέμασαν στα μπρόστια (πρωσταίον) δηλαδή στο χαγιάτι, έξω από την πόρτα. Μόλις νύχτωσε καλά, άρχισε το πανηγύρι στα μπρώστια, νταούλια, βιολιά στο σπίτι, μαζεύτηκε ο κόσμος μα πως πανηγύρι σ’αυτό το σπίτι. Μόλις λάλησε ο πετεινός σταμάτησαν τα βιολιά. Μαζεύτηκε ο μαχαλάς δεν έβλεπαν τίποτα και μόνο άκουγαν. Την άλλη μέρα η γυναίκα λέει πάρε τον ντρουβά και πήγαινε τονε ακόμα κάτου από κεί που τον βρήκες.

Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (EL)

Παραδόσεις

Ημαθία, Ριζώματα


1975




Λ. Α. αρ. 3804, σελ. 104 – 107, Άγγελου Ν. Δευτεραίου, Χωρ. Ριζώματα (Πρ. Μποτσιάνη), Ημαθείας, 1975

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/297288



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.