Εις ένα μικρό χουργιό του Καζά Ορτάκιοϊ, οπουτού λεν Κιτενλή ευρίσκονται κάθι μέρια όπου κατοικούν δαιμόνια κι ονομάζονται «Τσίρ του πηγάδ’ στης συκαίς του βούλαου του πηγάδ» Αυτά είνι τα μέρια όπου κατοικού τα στοιχειά

Εις ένα μικρό χουργιό του Καζά Ορτάκιοϊ, οπουτού λεν Κιτενλή ευρίσκονται κάθι μέρια όπου κατοικούν δαιμόνια κι ονομάζονται «Τσίρ του πηγάδ’ στης συκαίς του βούλαου του πηγάδ» Αυτά είνι τα μέρια όπου κατοικού τα στοιχειά
see the original item page
in the repository's web site and access the digital file of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Εις ένα μικρό χουργιό του Καζά Ορτάκιοϊ, οπουτού λεν Κιτενλή ευρίσκονται κάθι μέρια όπου κατοικούν δαιμόνια κι ονομάζονται «Τσίρ του πηγάδ’ στης συκαίς του βούλαου του πηγάδ» Αυτά είνι τα μέρια όπου κατοικού τα στοιχειά (EL)

Δεισιδαιμονία περί φαντασμάτων (EL)

Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Γ.
Κωνσταντινίδης, Γ.

Εις ένα μικρό χουργιό του Καζά Ορτάκιοϊ, οπουτού λεν Κιτενλή ευρίσκονται κάθι μέρια όπου κατοικούν δαιμόνια κι ονομάζονται «Τσίρ του πηγάδ’ στης συκαίς του βούλαου του πηγάδ» Αυτά είνι τα μέρια όπου κατοικού τα στοιχειά. Ένα βράδ’ μια γυναίκα δεν είχι νερό κι δίψασι την νύχτα κι πάει να πάρ νερό μι τη λαγήνα κι καθώς κατέβκι κουντά στου πηγάδ βλέπ’ έναν χούρο μι νταούλια κι γκάϊντης όπου χόρηυαν κι βγάν κι κείν τα ρούχα τα κι πχιάν στου χουρό, κι κίνσι να χουρεύ’ κι χουρεύουντας κυττάζ απώρχουνταν ένα πλήθους (καλαμπαλήκ΄) άνδρης κι γυναίκις με χίλια λουϊού λαλήματα κι στη μέση του καλαμπαλήκ’ μια νύφ’ απάν στ’ άλουγου απούχι δυο κεφάλια σαν του Μεγάλου Αλεξάντρου κι ρώτσι τότι κείνους που χόρηυαν τι άνθρωποι είνι εκείν κι είπαν ότι έχουν χαρά. Πάντρεψαν του Βεελζεβούλ τουν άρχουντα των διαβόλων κι νήφ πήραν απού του Τσεκιρδακλή τα ιννιά τα πηγάδια μι ιννιά κιφάλια. Κι καθώς έφθασε εικεί στου καλαμπαλήκ ανακατώθκαν οι διαβόλ’ κι έκαμαν μια χαρά όσου λάλσαν τ’ ορνίθια. Κι ύστιρα χάθκαν τα στοιχειά κι πήρι κι νερό η γυναίκα κι πάει στου σπίτι, αλλά τα ρούχα τς τα πήραν οι διαβόλ’ κι απού τρεις βραδειαίς ύστιρα τα πάν, αφού τάβαλαν όλ μι την αράδα. Ένας δε γείτουνας εικεί κουντά απού άκουει τυφλός όμως του ένα τουμάτ αρπάζ’ ένα ξύλου κι κίνσι να της κυνηγά κι φ’ όντας τους κυνηγούσι όλοι οι δαίμονες έγειναν άλλ’ πρόβατα, άλλ’ άλογα κι άλλ’ ορνίθια κι άλλ’ μουσχάρια. Η νύφ όμως η οποία επανδρεύθη εκείναις της βραδειαίς επήγι κουντά κι τουν άνθρωπου κι γήρηυε να την πάρη στου σπίτι τ’. Εικεί όμως χουρατεύουντας, λάλσαν τ’ ορνίθια κι χάθκαν όλα τα στοιχειά. Η έννοια όπου έβγαναν αυτά τα ψέματα είνι εκείνου του χωριού οι άνθρωποι είναι όλοι κλέπται κι έκλιφταν πρόβατα κι για να μη τους νοιώσουν οι άνθρωποι έλεγαν ταύτα. [κιφάλια= Γυνή του Βεελζεβούλ. Έγειναν τα εννέα πηγάδια του χωρίου Τσεκιρδεκλή, άτινα ενταύθα παριστάνονται έχοντα εννέα κεφαλάς, φ’ όντας= όταν] (EL)

Παράδοση (EL)

Αδριανούπολη (EL)
Θράκη (EL)


1890



Αρ. 392, 75 – 76, αρ. 7, Θράκη, Αδριανούπολις, Κ. Γ. Κουρτίδης και Γ. Κωνσταντινίδης
392

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)