Μια φορά πηγαίνουνε οι δεσποτάδες να κάμουνε σύνοδο

Μια φορά πηγαίνουνε οι δεσποτάδες να κάμουνε σύνοδο
see the original item page
in the repository's web site and access the digital file of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά πηγαίνουνε οι δεσποτάδες να κάμουνε σύνοδο (EL)

Λιουδάκη, Μαρία
Πιταρίδης, Μανόλης

Μια φορά πηγαίνουνε οι δεσποτάδες να κάμουνε σύνοδο. Εκλούθανε κι ο Σπυρίδωνας γηραλέος με τον υποταχτικό ντου. Οι άλλοι τον είχανε για ανεμπαίγνιδο, και δεν εθέλανε να πηαίνη μαζί ντως. Φτάνουν σ’ ένα χάνι και ξωμένουνε. Την ταχινή νύχτα, νύχτα σκώνουνται οι άλλοι και του σφάζουνε τσι γαιδάρους κι απόκειας μισεύγουνε. Ξυπνά την ταχινή κι ο ευλογημένος ο Σπυρίδωνας και πέμπει τον υποταχτικό ντου να στρώση τσι γαϊδάρους. Γιαγέρνει και του λέει: “Ευλογημένε Σπυρίδωνα, εσφάξασι μας τσι γαϊδάρους. - Και ίντα λες, μωρέ, εκειά; - Ναι, εσφάξασι μας τσις. - Να πας να βάλης του γαλανού την κεφαλή, στο λαιμό του μαύρου και του μαύρου στο λαιμό στου γαλανού, κι απόι να τώσε μιλήσης κι αυτοί δα σκωθούνε. Κάνει το κιόλας ετσά ο υποταχτικός και σκώνουνται οι γαϊδάροι. Καβαλκεύγουνε κι επηαίνανε. Στο δρόμο τσ' ήπιασε χειμώνας κι εβρέχουντανε κι επηαίνανε. Φτάνουνε σ’ έναν ποταμό καληώρα σαν τον Μεγάλον Ποταμό. Πάνε οι άλλοι δεσποτάδες να περάσουνε, πράμα! “Κι ίντα δα κάμωμε, εδά Σπυρίδο;” Λένε στον ευλοημένο τον άγιο Σπυρίδωνα. - Ε, εσείς λαλείτε μουλάρια μπήτε στον ποταμό. - Μπα! Δε μπαίνουμε”. Σκώνει ο ευλοημένος ο Σπυρίδος τη βέργα ντου, σταυρώνει τον ποταμό και διακόβγει και περνούνε. Πάνε αργά σε μιαν πολιτεία απού ’τονε χαϊμένη η φωθιά. Αυτοί είναι βουρίδι, απού δεν έχουνε στεγνή κλωστή μούδε στην αμασκάλη από κάτω. Θέλουνε να στεγνώξουνε, μα πώς; “Κι εδά ίντα δα κάνωμε; - Επαέ στο μπολίδι μου έχω ’γώ έναν κάρβουνα και να δούμε αν άφτη ακόμη”. Λει το μπολίδι ντου και βγάνει έναν κάρβουνο από το ρούκονά ντου κι άφτουνε φωθιά και στεγνώνουνε. Οι δεσποτάδες να δούνε να βγάλη το κάρβουνο εμαραθήκανε. “Μωρέ! πλια καλός είναι τούτος από μας”. Πάνε στη σύνοδο, ο Αρειός ήλεγε πως ο θεός είναι δισυπόστατος, οι άλλοι κι ο Σπυρίδωνας λέγανε, πως είναι τρισυπόστατος. Πιάνει ο ευλοημένος ο Σπυρίδος ένα γαστρί και τώσε λέει: “Ένα γαστρί δεν είναι κειονέ; Ξανοίγετε το δα”. Σφίγγει το και πάει η φωθιά από το νερό κάτω και το χώμα έμεινε στη χέρα ντου. “Ε, ετσά ’ναι δα κι ο θεός. Τρία πρόσωπα, μα μια η θεότητα. Προσκυνούμε πατέρα, υιό και άγιο πνεύμα”. [απόι = κατόπιν, βουρίδι = κάθυγρος, μπολίδι = ανδρικό μαντήλι μεγάλο]. (EL)

Παράδοση (EL)

Κρήτη, Λασίθι, Άγιος Γεώργιος (EL)


1939



Αρ. 1381 Α, σελ. 44 – 46, Μ. Λιουδάκη, Λασίθι, Άγιος Γεώργιος, 1939
1381 Α

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)