Αναράιδα ή η ναιάς, Νηρηίς, Νεράιδα αναραϊδοβαρημένος – η – ο- 1) ο χτυπημένος από τις αναράιδες, από τα φαντάσματα ή ησκιώματα 2) ο στρυφνός, ο δύστροπος.
use the file or the thumbnail according to the license: CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
Αναράιδα ή η ναιάς, Νηρηίς, Νεράιδα αναραϊδοβαρημένος – η – ο- 1) ο χτυπημένος από τις αναράιδες, από τα φαντάσματα ή ησκιώματα 2) ο στρυφνός, ο δύστροπος.
(EL)
Κοντοστάνος, Μεθόδιος
Αναράιδα ή η ναιάς, Νηρηίς, Νεράιδα αναραϊδοβαρημένος – η – ο- 1) ο χτυπημένος από τις αναράιδες, από τα φαντάσματα ή ησκιώματα 2) ο στρυφνός, ο δύστροπος.
(EL)