use the file or the thumbnail according to the license: CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
Μια φορά κι έναν καιρό ήσανε, δυο γειτόνισσες κι ήτυχε την ίδια μέρα να ‘χουνε κι οι δυο μπουγάδα
(EL)
Οι δυο γειτόνισσες
(EL)
Λιουδάκη, Μαρία
Γρινιεζάκη, Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό ήσανε, δυο γειτόνισσες κι ήτυχε την ίδια μέρα να ‘χουνε κι οι δυο μπουγάδα. Επλύναν όλη μέρα, μα δεν επροφτάξανε να τα ξεπλύνουνε αποσπέρας κι εποφανίσανε να σκωθούνε ταχινή, ταχινή να πάνε στον ποταμό να τα ξεπλύνουνε. Πάει η μια και παραγγέρνει τσ’ αλλονής. – Γειτόνισσα, αν ακούσης ταχινή να μου φωνιάξης κι εμένα να πάμε να ξεπλύνωμε μαζί τα ρούχα, γιατί εγώ άμα με πάρη ο ύπνος δεν ξυπνώ εύκολα. – Μετά χαράς γειτόνισσα! Μην έχεις άγνοια καθόλου. Μα κείνη η κακομοίρα, ως γυνήν ήτονε κουρασμένη είχεν και την έγνοια του ρούχου, την εξύπνησε βαθειά μεσάνυχτα. Ανοίγει την πόρτα τζης και θωρεί μέρα μεσημέρι. Εκείνη ήτονε απού τον ύπνο και δεν εκατάλαβε πως ήτονε φεγγάρι απού σταλαμάτιζε. Ή! Μωρέ, τη εξημέρωσε και δεν μου φώνιαξεν η γειτόνισσα.! Έ, μάνα διαολικό» και, πότε δα πλύνω τα ρούχα μου! Σηκώνεται μάνι μάνι, παίρνει τα ρούχα τζης πάει στον ποταμό κι αρχίζει κι εξέπλυνουνε. Ωσπού ν’ αρχίξη, ανεμοζώνουνται τον κόσμον οι νεράϊδες και πιάνε κάθε μια κι από ‘ναν κομμάτι ρούχο να τση το πλύνουνε. Αυτή θωρεί κι επηαίνανε κομμάθια τα ρούχα στα χέρια ντως ετότεσά το κατάλαβε πως ήσανε νεράιδες κι αφήνει τα ρούχα και βάνει το στα πόδια. Οι νεράιδες την παίρνουν αξοπίσω και την ηζυγώνουνε. Οντόν ήφτανε μπλιό στο χωριό ξελαχανιασμένη ήκραξεν ο πετεινός. Οι νεράϊδες να τον ακούσουνε εδακάσαν τα δαχτύλια ντως και τση λένε: «Ίντα να σου κάμωμε, μωρή, απού ‘κραξεν ο μαύρος κούκος, αλλιώς ήθελα σε σάσωμε μείς» [ ταχινή= πρωΐ, ξεπλύνουνε= πλύνουν με καθαρό νερό ΄ς φεύγουν τσι σαπουνάδες, αλλονής= άλλης, διαολικό= διαβολικό, μάνι μάνι= γρήγορα γρήγορα, ανεμαζώνουνται= συναθροίζονται].
(EL)