Μια μαμή επήε να πλύνη ‘ς το Γλυκομούρι, και φανερώνεται μια αφορδακίνα αγκαστρωμένη κ’ ήβγαιν’ απάνω ‘ς την πλύστρα, κι όσο την ήδιωχνε, αυτή ήβγαινε ‘ς την πλύστρα
use the file or the thumbnail according to the license: CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
Μια μαμή επήε να πλύνη ‘ς το Γλυκομούρι, και φανερώνεται μια αφορδακίνα αγκαστρωμένη κ’ ήβγαιν’ απάνω ‘ς την πλύστρα, κι όσο την ήδιωχνε, αυτή ήβγαινε ‘ς την πλύστρα
(EL)
Νεράϊδες
(EL)
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκη, Άννα Ν.
Μια μαμή επήε να πλύνη ‘ς το Γλυκομούρι, και φανερώνεται μια αφορδακίνα αγκαστρωμένη κ’ ήβγαιν’ απάνω ‘ς την πλύστρα, κι όσο την ήδιωχνε, αυτή ήβγαινε ‘ς την πλύστρα. Λέει τση: Φύγε κακομοίρα, κι άμα γεννήσης θα ‘ρθώ να σου βοηθήσω. Σε κάμποσες μέρες κτυπούν – την – πόρτα τζη και λένε. «Έ! Μαμή, κερά μαμή, η αφορδακίνα κοιλιοπονά και σε θέλει να πας.» Την παίρνει αυτός και τση λέει να κάμης ό,τι κατέχης και να μη μιλήσης. Αυτή θα κάμη μια φούσκα και να τη δώσης σε μια απού τσοι πλεό καλές ανεράϊδες κι αυτή θα τη δώση τσ’ άλλης και τελευταία θα γενή κωπέλλι. Το κωπέλλι γίνηκε θηλυκό κι ο ανεράϊδος το ‘θελε ασερνικό. Του ‘βάλανε λίγο κερί κ’ εξεγελάσανε τον ανέραϊδο. Όντεν ήφευγε τση βάλανε μια ποδιδεά κρομυδόφυλλα, αλλ’ αυτά ήσανε φλουριά, κερένιο ήτονε το βυβλί κ’ ήλειωσε κ’ εχάθηκε. Αυτός εφώνιαζε, μ’ αυτή δεν εμίλειε, τελευταία τση λέει: Ά! καημένη! Εποσυνάχτηκες γοργό, αλλοιώς ήθελα σε σάσω εγώ, ήθελα σου πάρω την εμιλιά.
(EL)