Δρασκιλόνω= Αύρ «δρασκίλωσα» j παθ

Δρασκιλόνω= Αύρ «δρασκίλωσα» j παθ
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε το ψηφιακό αρχείο του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το ψηφιακό αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Δρασκιλόνω= Αύρ «δρασκίλωσα» j παθ (EL)

Μακρής, Παναγιώτης Γ.

Δρασκιλόνω= Αύρ «δρασκίλωσα» j παθ. Παρακ. «δρασκιλωμένο»= διέρχομαι άνωθεν τινός, ‘ς «δρασκελίζω» λέγεται «το έρμο το φίδι μες στο δρόμο ήταν ‘ς το δρασκύλωσα.» υπάρχει ‘ς δεισιδαιμονία καθ’ είν πιστεύεται ‘ς δοξάζεται, ότι ο εις πολυχρόνιον νόσον εμπεστίν, μη επιτυχών δεν της σωτηρίας αύτων , πράμα δρασκιλωμένο έχει, νεράιδα ή άλλο εξωτικόν ή αράπτω. (EL)

Παράδοση (EL)

Μικρά Ασία, Κύζικος (EL)


1892



Αρ. 246, 8, Μακρής Παναγ. Γ., Κύζικος
246

Ελληνική γλώσσα

Κείμενο




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.