Μια φρουρά, μια γ’ναίκα κάδαν κι λανάρ’ζι τα δουδικαήμερα

Μια φρουρά, μια γ’ναίκα κάδαν κι λανάρ’ζι τα δουδικαήμερα
see the original item page
in the repository's web site and access the digital file of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φρουρά, μια γ’ναίκα κάδαν κι λανάρ’ζι τα δουδικαήμερα (EL)

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.

Μια φρουρά, μια γ’ναίκα κάδαν κι λανάρ’ζι τα δουδικαήμερα. Κεί που λανάρ’ζι,άφ’κε τα λανάρια τα’ς κι πάει να κ’τουρήσ’ μι συμπάθιου Έρ’ντ’ οι Καλλ’κατζάρ’ κι παίρν’ν τα’απουπάν’τσυ λανάρ’ κι τα’ν αφίν’ μι τα’απουκάτ’. Αυτή ν’έρχιτι, χ’ταζ, λανάρ’ δεν έχ’-Ά, λέει, οι καλ’κατζάρ’ μι του πήρανη –μα στέκα κι ιγώ να διής, του πέρνου ή δεν; Ήταν πουλύ πουνηριά-Του βράδ’άμα πήρ’ να βραδυάζ’ τσακών’ κι ξ’πλέκ τα μαλλιά τα’ς τα ρίχν’ λ’ουρα-λόυρα κι παίρν’ τα’ στρ’ατα Πααίν κι βρίσκ’ τα’ καλλ’κατζαροί που χιόρηναν. Τσακώνιτι κι αυτή στου χουρό-για τι αυτ’νοι δεν τν αγνώρ’σαν, θάρρησαν πως ήταν καλ’κατζαρίνα. Αρχ’νίζει να τραγ’δή κι ήλιγε: ΄΄Που ‘ν τως Βάιας του λανάρ’ (γιατί τα’ν έλεγαν Βάια)Οι Καλ’λατζαροι πάλι έλεγαν ‘’Απού πίσ’ απ’ του πουρνάρ’’ Ώσπου λάλ’σαν τα’αρνίθια κι ήβγαν οι καλ’κατζάρ’. Πήγε αυτηνά κι του πήρε του λανάρ’ τ’ς. (κάδαν=καθόταν, λανάρ’ζι=ελινάριζε, κ’τουρήσ’=κατουρήση, έρ’ντ’=έρχονται, χ’τάζ= κοιτάζει, πέρνου= παίρνω, λόυρα-λόυρα= ολόγυρα, χιόρηναν=χόρευαν, τσακώνιτι=πιάνεται) (EL)

Παράδοση (EL)

Νάουσα, Στενήμαχος (EL)


1938



Αρ. 1154, σελ. 41, Δημ. Λουκάτος, Στενήμαχος, Προσφ., Κιλκίς, 1938
1154

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)