Όντον ήθελα σφάξει ο Ηρώδης το Χριστό ήπηρε πούρι ο Ιωσήφ τη Μαρία και το παιδί τζης να πάνε στην Αίγυπτο

Όντον ήθελα σφάξει ο Ηρώδης το Χριστό ήπηρε πούρι ο Ιωσήφ τη Μαρία και το παιδί τζης να πάνε στην Αίγυπτο
see the original item page
in the repository's web site and access the digital file of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Όντον ήθελα σφάξει ο Ηρώδης το Χριστό ήπηρε πούρι ο Ιωσήφ τη Μαρία και το παιδί τζης να πάνε στην Αίγυπτο (EL)

Το μωρό του αρχιληστή κι ο Χριστός (EL)

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκης, Γεώργιος

Όντον ήθελα σφάξει ο Ηρώδης το Χριστό ήπηρε πούρι ο Ιωσήφ τη Μαρία και το παιδί τζης να πάνε στην Αίγυπτο. Στο δρόμο που πηγαίνανε νυχθιαστήκανε. Ίντα να γενούνε δα, απού δεν εκατέχανε και το δρόμο; Να πάνε ομπρός, δεν εμπορούσανε, να κάτσουνε εκειά που νυχθιαστήκανε εφοβούντανε . Θωρούνε ένα φως εκειά πάρα πέρα και λένε: «Ας πάμε εκεί που φαίνεται κειόνε το φως κι ο Θεός βοηθός.» Πάνε και χτυπούνε και προβαίνει μια γυναίκα και της ανοίγει. «Να μάσε κονέψετε, κερά, κι εμάς απού νυχθιαστήκαμε και δε γατέχομι το δρόμο να πάμε παρά πέρα. – Να σάσε κονέψω, μα που ‘ναι ο άντρας μου αρχιληστής και φοβούμαι μην μπα σάσε πειράξη! – Επαδά δε κάτσωμι μεις, γιατί δε μπορούμε να πάμε και παρά πέρα κι ο Θεός βοηθός. Μπαίνουμε και καθίζουνε. Η αρχιληστίνα είχενε ένα κοπέλι, μωρό και ήκλαιγε και ήκλαιγε απούσταν εγεννήθηκε, απού δεν ήβανε τη γλώσσα ντου στόμα ντου. «Μπρε ίντα ‘χει και κλαίει κειόνα το κοπέλι. Ερώτηκεν η Παναγία τη μάνα ντου. – Ντα δε γατέχω, κερακουμπάρισσα, ετσά κλαίει μέρα νύχτα απούσταν εγεννήθηκε». Βγαίνει η Παναγία ένα ποκαμισάκι από το Χριστό και τση το δίδει «Μπρε, βάλε του κειονέ το ποκαμισάκι». Βάνει του το ποκαμισάκι του Χριστού και σωπά ντελόγο το κοπέλι. Σε κάμποσην ώρα ακούει κι ήρχοντονε ο άντρας τους. Γλακά και βγαίνει όξω να του πη για τσι μουσαφίρηδες τως. Αυτός ώστο να τη δη τη ρωτά: «Μπρε ίντα γίνηκεν το κοπέλι; Γιαυτά δεν κλαίει; - Έτσε κι έτσε κι ήρθανε δυο άνθρωποι παέ και μου δωκεν η γυναίκα το ποκαμισάκι του παιδιού τζης και του τόβαλα και σώπασεν ντελόγο». Εμπήκε μέσα αυτός και τσι ποδέχτηκεν ίντα καλά. Σαν εξημερωσετώς ήδωκε ένα ληστή και του λέει: «Πάρε τσ’ αθρώπους τούτουσέ να τσι περάσης από όλες τσι μπαγίδες τω ληστώ κι απόκεινας να γιαγείρης». Παίρνει τοις ο ληστής και περνά τοις και πάει τσις στην Αίγυπτο. Σαν εμεγάλωσε δε κειονά το κοπέλι το κλαψάρικο εγίνηκε κι’ αυτός ληστής, κι ήτονε ο ληστής απού σταυρώσανε απού τη δεξά μπάντα του Χριστού, απού πενιτό «μνήστητή μου Κύριε.». (EL)

Παράδοση (EL)

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα (EL)


1938



1162 Β
Αρ. 1162 Β, σελ. 114 – 116, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)