Στον α-Γιώργη το Βραχανώτη ήτονε κοινόβιο μοναστήρι

Στον α-Γιώργη το Βραχανώτη ήτονε κοινόβιο μοναστήρι
see the original item page
in the repository's web site and access the digital file of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Στον α-Γιώργη το Βραχανώτη ήτονε κοινόβιο μοναστήρι (EL)

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκης, Γεώργιος

Στον α-Γιώργη το Βραχανώτη ήτονε κοινόβιο μοναστήρι. Εκαθούντανε εκεινά ένας καλόγερος. Παρά μπρος ο δρόμος επέρνανε από κεια κι επηγαίνε πέρα. Τούρκοι περνούσανε κι επειράζανε τον καλόγερο. Αυτός ήθελα τσι ταϊση να τσι ποτίση, να τώσε στρώση να κοιμηθούνε κι απόι ήθελα τώσι-χύση μια ολιά βραστό χουμά(1) στ’ αυτί, να γκαγκαρώσουνε(2) και να πάη να τσι ρίξη σε μια λατσίδα(3) μίσα. Εχάνουντανέ οι Τούρκοι και κανείς δεν εκάτεχε ίντα γινούντανε. Μιαν κοπανιά περάσανε πεντέξε μπουρμάδες μαζωμένοι, κι απ’ αλάργο του φωνιάζανε: «Ίντια δα μάσε ψήσης, μωρέ καλόγερε; Του Θεού τα καλά, αγαδικά». «Φέρε, μωρέ έναν αρνί να το σφάξωμε», φωνιάζει του δούλου ντου. Σφάζει τους έναν αρνί και καθίζουνε κι ετρώγανε. Φέρνει και παλιό κρασί. Μια σου και μια μου, βανει τους και πίνουνε που γενήκανε στουπί στο μεθύσι. Λέει τους ύστερα ο καλόγερος: «Κοιμηθήτ’ αγαδικά, να τυροκομήσω κιόλας να φάτε και μυζήθρα. Θέτουνε αυτοί, το κρασί τσι ‘χενε ζαλισμένους και τόνε βρίσκουνε ντελόγο. Βράζει κι ο καλός σου ο καλόγερος το γάλα και χύνει τους μιάν κανιτιά καθανούς στ’ αυτί και γκαγκαρώνουνε κι απόι τσι παίρνει και πάει και τσι ρίχνει σε μια λατσίδα μέσα. Οι Μεσσαρίτες Τούρκοι να δούνε πως εχαθήκανε πεντέξε μαζωμένοι τους εκουϊλούρισε(4). Σκώνουνται και ρωτούνε από παέ, ρωτούνε από κε, βρίσκουσι τζις. Παίρνουνε ντελόγο τον καλόγερο να πάνε στη χώρα να τόνε κρεμάσουνε. Βάνουσιν τονε φυλακή κι επέρνανε ένας ένας Τούρκος και τον ήφθιενε. Στην υστεριά πάει κι ένας και του λέει: «Εσύ ‘σαι, μωρέ καλόγερε, απού σκότωσες τα’ ενενήντα εννιά Τούρκους; Δεν καλογρικώ, παιδί μου, μόνο έλα επαέ κοντά να μου το πης.Σιμώνει ο Τούρκος να του μιλήση και του παίζει ο καλόγερος μιαν ανεποδαρα= (1) και του χύνει κ’ απερα ντου και λέει. «Ενενήντα εννιά, μωρέ μπουρμά, κι εσένα εκατό». Εκρεμάσανι τόνε δα ύστερα α Τούρκοι, μα ήκαμε σκιάν το χάκι ντου. Χουμά=ο ορός που μένει άμα τυροκομηθή το γάλα, Γκαγκαρώσουνε= πεθάνουνε, λατσίδα= βουλιαγμένο μέρος πολύ βαθύ που το νομίζουνε απύθμενο, εκουϊλούρις=τους κόστισε, το στενοχωρηθήκανε, ανεποδαρα=χτύπημα με την άκρη του ποδιού. (EL)

Παράδοση (EL)

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα (EL)


1938



Αρ. 1162 Β, σελ. 92 - 94, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938
1162 Β

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)