Ο ασκός προέρχεται από δέρμα κατσίκας, σπανιότερα προβάτου, επεξεργάζεται και συντηρείται από τον ίδιο τον οργανοπαίκτη.
(EL)
Άσκαυλος βορειοελληνικού τύπου με τρεις ξύλινους αυλούς, με ξυλογλυπτική τεχνική. Αποτελείται από έναν ασκό (τουλούμι, τομάρι, δερμάτι, κόζα) από δέρμα ζώου, το επιστόμιο (φυσερό, φυσάρι, πιπίνι, ντουάλο) και δυο αυλούς, που κατασκευάζονται από ξύλο. Δε δένονται απευθείας στον ασκό, αλλά προσαρμόζονται στις ξύλινες βάσεις που είναι τοποθετημένες σε αυτόν. Ο μακρύς αυλός (μπουρί, μπάσο, ζαμάρι, ζουρνάς, τσιρίλο) αποτελείται από τρία τμήματα, τοποθετημένα το ένα μέσα στο άλλο, χωρίς τρύπες, με μονό επικρουστικό γλωσσίδι και παράγει μόνο έναν φθόγγο. Ο δεύτερος αυλός (γκαϊντανίτσα, ντιβριντίνα, ζαμαροφλογέρα, ζαμάρα πίσκα, σούρλα) προσφέρει επτά τρύπες δαχτυλοθεσίας και μια για τον αντίχειρα, σε ίση απόσταση και με διαφορετικές διαστάσεις. Στο επάνω μέρος του αυλού προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μικρό επικρουστικό γλωσσίδι.
(EL)