Παραδοσιακό νυκτό όργανο της Ουκρανίας. Συγγενεύει με zither και λαούτο. Ο όρος bandura αφορά μια οικογένεια νυκτών οργάνων της ανατολικής Ευρώπης, στην οποία εντάσσεται και η πεντάχορδη κιθάρα. Είναι αρκετά παλιό όργανο, του οποίου οι ιστορικές αναφορές χρονολογούνται από τον 12ο αώνα. Η ετυμολογία της λέξης έχει ελληνική προέλευση. Συχνά συναντάται με την, τουρκικής προέλευσης, ονομασία kobza. Εντοπίζεται πρώτη φορά στην παράδοση της Ουκρανίας το 591 μ.Χ. Εισήχθη από Βούλγαρους περιηγητές εκείνης της περιόδου και, ως όργανο με αυτή τη μορφή, έχει βυζαντινή προέλευση. Αποτελεί ένα από τα πρώτα μουσικά όργανα της οικογένειας του λαούτου. Υπήρξε αρκετά δημοφιλές ως μουσικό όργανο. Με την εισαγωγή των Δυτικών μουσικών οργάνων έχασε τη δημοφιλία του και σταμάτησε η χρήση του. Εντοπίζονται αρκετά bandura στα Βαλκάνια, με διαφορετική μορφή, με διαφορετικό τρόπο παιξίματος, κρατήματος, κατασκευής, ήχου και ρεπερτορίου. Μέχρι τον 20ο αιώνα ακολουθούσε τις προφορικές παραδόσεις. Έχει συνοδευτικό χαρακτήρα κυρίως σε φωνητικές επιτελέσεις, παραδοσιακές, κοσμικές, θρησκευτικές, χορευτικές. Έχουν υλοποιηθεί αρκετές καταγραφές μουσικών έργων του οργάνου, όμως παραμένουν ανέκδοτες. Υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα όργανο της ουκρανικής όπερας.
(EL)
Αποτελείται από ένα ενιαίο ξύλινο σώμα με μικρό μανίκι. Κατά μήκος του οργάνου εντοπίζονται πενήντα έξι χορδές, που καταλήγουν στα κλειδιά, όπου και χορδίζονται, με τη συμβολή ενός πρόσθετου μηχανισμού. Στο καπάκι, εντοπίζεται στο κέντρο του το ηχείο, που συμβάλλει στην παραγωγή ήχου.
(EL)