Στην ενότητα χαρακτικών που φιλοτέχνησε η Βάσω Κατράκη (1909 ή 1914-1988) στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αποκαλύπτεται με σαφήνεια αυτό το στενό δέσιμό της με τον απλό άνθρωπο και μάλιστα με την κοινωνία της γενέτειρά της, του Αιτωλικού Μεσολογγίου. Πρόκειται για ξυλογραφίες που απεικονίζουν τοπία της Αιτωλοακαρνανίας (γύρω από τη λιμνοθάλασσα) και σκηνές με τους φτωχούς ψαράδες. Οι παραστάσεις Η φτωχή και ρέμπελη ζωή των ψαράδων και Μεροδούλι μεροφάι θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν ένα δίπτυχο. Στη συγκεκριμένη παράσταση η Κατράκη απεικονίζει ένα κομμάτι του χωριού και συγκεκριμένα τη ζωή στη θάλασσα: η στενόμακρη σύνθεση δείχνει το ψάρεμα με τις φτενές βάρκες, τις απόχες και τα μακριά καμάκια, ενώ στην κορυφή της σκηνής μπορεί κανείς να δει και παιδιά να ψαρεύουν με καλάμια, καθισμένα πάνω στα χαρακτηριστικά πέτρινα γεφύρια που συνδέουν το νησί του Αιτωλικού με την απέναντι στεριά. Οι ανθρώπινες μορφές είναι παραμορφωμένες, ψιλόλιγνες, αποστεωμένες. Οι λεπτομέρειες στην απόδοση των διχτυών, της πλεούμενων, η ακρίβεια στη σχεδίαση της πέτρινης γέφυρας, όλα τούτα φανερώνουν το προσωπικό βίωμα που συνδέει την Κατράκη με το θέμα της. Ωστόσο, η παράσταση μοιάζει να εμπνέεται περισσότερο από το κίνημα του μεσοπολεμικού γερμανικού εξπρεσιονισμού το οποίο γνώριζε η χαράκτρια, και βεβαίως να κεφαλαιοποιεί τις καλλιτεχνικές εμπειρίες που η Κατράκη αποκόμισε κατά την περίοδο της Κατοχής. Έργο ρεαλιστικό αλλά και έργο κοινωνικής κριτικής, η παράσταση (το δίπτυχο, καλύτερα) συγκροτεί ένα από τα πιο δυνατά έργα στο πλαίσιο της νεοελληνικής τέχνης στη δεκαετία του 1950.
(EL)