Μια ιστορία σχετική με τα φαντάσματα, που πίστευαν σε πολλά χωριά της Μαντινείας, ότι έβγαιναν τη νύχτα σε ερημιές

Μια ιστορία σχετική με τα φαντάσματα, που πίστευαν σε πολλά χωριά της Μαντινείας, ότι έβγαιναν τη νύχτα σε ερημιές
see the original item page
in the repository's web site and access the digital file of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια ιστορία σχετική με τα φαντάσματα, που πίστευαν σε πολλά χωριά της Μαντινείας, ότι έβγαιναν τη νύχτα σε ερημιές (EL)

Δημητρόπουλος, Γρηγόριος
Βαλκάνος, Παρασκευάς Λ.

Μια ιστορία σχετική με τα φαντάσματα, που πίστευαν σε πολλά χωριά της Μαντινείας, ότι έβγαιναν τη νύχτα σε ερημιές. Μου τη διηγήθηκε ο Παρασκευάς Λ. Βαλκάνος από τη Λίμνη, ετών 50, του δημοτικού,γεωργός. Τα πρώτα χρόνια, που ήμουν μικρός, ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζάκι στο σπίτι μας. Όταν έγινα 15 χρονών με έστελνε με το μουλάρι μας, στο οποίον φόρτωνα δυο κοφίνες και πήγαινα και μάζευα αυγά στα γύρω χωριά. Ένα βράδυ νύχτωσα μακριά τρεις ώρες πάνω κάτω και επειδή το πρωΐ μπαίναμε στο τρύγο ήταν ανάγκη, να πάω στο χωριό. Το μουλάρι ήταν καλά φορτωμένο και προχωρούσε μπροστά. Εγώ το ακολουθούσα. Κατά τις 11 τη νύχτα έφτασα στη Κώμη, μια ώρα πήρα τον ανήφορο και σε λίγο βγήκα στη Κερνίτσα, που το λέμε. Ο δρόμος ήταν ίσιος και πατιόταν. Όταν έφθασα στου Ρουμελιώτη την αχλάδα σκεφτόμουν το λογαριασμό, που θα έδινα στον πατέρα μου, όταν θα έφθανα. Έτσι έκανα πάντοτε. Ξαφνικά, στα δεξιά μου, άκουσα ένα δυνατό μούγκρισμα βοϊδιού. Το μουλάρι ήταν ήσυχο, και δεν κουνήθηκε παρά προχώρησε όπως και πριν. Εγώ όμως σταμάτησα λίγο να ιδώ τι συνέβαινε. Έβλεπα μακριά, διότι ήταν φεγγάρι σαν ημέρα. Δεν είδα τίποτα και έτσι νόμισα ότι κάποιο βόδι θα είναι μακριά και μουγκρίζει. Έτρεξα και έφτασα το μουλάρι μου. Η φωνή του βοδιού με ζύγωσε πιο κοντά. Τότε κακόβαλα και άρχισα να φοβάμαι. Άρχισα να κάνω το σταυρό μου και έλεγα «κύριε όπλο κατά του διαβόλου». Η φωνή του βοϊδιού συνέχιζε, αλλά δε με εζύγωνε ούτε φαινόταν τίποτα. Προχωρούσα χωρίς να μιλάω και όταν έφτασα στην κάτου μεριά στην Κερνίτσα, στη Τρούπα, που είναι μια πλάκα κοντά της, τότε η φωνή στάθηκε εκεί κοντά και δυνάμωσε, σαν να μούγκριζαν 20 γελάδια. Βγήκα αγνάντια στο χωριό και πλησίαζα στα πρώτα σπίτια. Η φωνή των βοϊδιών ακούστηκε δυνατή τρεις φορές και σταμάτησε. Ύστερα από 10 λεπτά έφθασα στο χωριό και ήμουν πολύ φοβισμένος. Αμέσως μόλις ξύπνησα τους δικούς μου, με είδαν που έτρεμα και ο πατέρας μου ο μακαρίτης μου είπε πως δεν ήταν τίποτα. Όταν το είπα σε διαφόρους, πολλοί είπαν ότι κάτι έβγαινε στου Ρουμελιώτη την αχλάδα, από τα παλιά χρόνια και γι’ αυτό ίσως άκουσα τις φωνές. [Κερνίτσα= ένα επίπεδο ερημικό μέρος του χωριού ανάμεσα σε δυο βουνά, με πολλά χωράφια, Ρουμελιώτη αχλάδα: ήταν σ’ ένα χωράφι, ενόις ονόματι Ρουμελιώτη, μια αχλαδιά άγρια στο μέσον, Τρούπα= Είναι μια τρύπα εκ των άνω προς τα κάτω (κατακορύφως) βάθους ως 10 μέτρα και πλάτους μέχρι 2 μέτρα. Εκεί μέσα, τα παλιά χρόνια οι κλέφτες στο χωριό, έρριχναν τα δέρματα και τα εντόσθια των σφαχτών, που έκλεφταν για να μην τους ανακαλύπτουν. (EL)

Παράδοση (EL)

Αρκαδία, Μαντινεία, Λίμνη (EL)


1956



Λ. Α. αρ. 2255, σελ. 211 – 13, Γρ. Δημητρόπουλος, Λίμνη Μαντινείας Αρκαδίας, 1956
2255

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)