Το 1820 οι προσπαππούδες μας ενοικίασαν για τελευταία φορά την περιφέρειαν αυτήν με τα χίλια μόδια σιταριού. (το μόδιον μονάς όγκου εν χρήσει υπό των κατοίκων εκ παραδόσεως, μέχρι της χρησιμοποιήσεως διά τον αλωνισμόν των μηχανών, διά το μέτρημα του σίτου εις το αλώνι. Η περιφέρεια τότε έδιδε χίλια μόδια σίτον, εξ ου και η ονομασία "Χιλιομόδιον"). Τον Οκτώβρη έσπειραν, το Μάρτη του 1821 που εξεράγη η Επανάστασις η πλάσις όλη ήταν καταπράσινη. Η Πελοπόννησος ολόκληρη καιγόταν στη φωτιά του αγώνα. Η Κορινθία, τα είχε καταφέρει ο Κιαμήλ να ζη ειρηνικά. Τον Ιούνιο του 1821 οι παππούδες μας εθέρισαν και τα τέλη Ιουλίου αλώνισαν. Η μητέρα του Κιαμήλ, Νούρη Βεγίνα, αιμοχαρής και παμπόνηρη είχεν αναλάβει την είσπραξιν του ενοικίου που θα το μετέφερε για συντήρησι του χαρεμιού του γυιου της στα περίλαμπρα σεράγια του στα λουτρά στις Κεχριές, που τάκαψε το ίδιο χρόνο ο Παπαφλέσσας. Η Νουρή Βεγίνα είλθε στα αλώνια τα τούρκικα που ήσαν εκεί που είναι σήμερα κτισμένη η Εκκλησία μας. Έφθασε με τα μεγάλα τετράτροχα κάρα αφού προηγουμένως κατά τον αλωνισμόν εφύλαγαν και επιστατούσαν, αξιωματικοί με αρκετούς ντελήδες (ιππείς) ως φρουρά. Αλλά δυστυχώς, η μοίρα για τους Έλληνες ήταν κακή, η χρονιά ήταν η πιο δύστυχη των περασμένων χρόνων και όλη η παραγογή δεν έφτανε να πάρη η μάνα του Κιαμήλ το νοίκι που ήταν πολύ μεγάλο. Η παμπόνηρος αυτή γυναίκα υποπτεύθη ότι νοι παππούδες μας εφυγάδευσαν το σιτάρι και ετροφοδότησαν με αυτό τους Κλέφτες επαναστάτες. Διέταξε να βασανίσουν μπροστάτης τους άτυχους ενοικιαστάς για να μαρτυρήσουν τι έκαμαν το γέννημα, και τους κτύπησαν με βουρδουλιές μέχρι πληγών και λιποθυμίας. Αφού με τον τρόπον αυτόν δεν κατάφερε να βγάλη τίποτα, εφόρτωσε το σιτάρι, έδεσε τους ετοιμοθάνατους, τους πέταξε επάνω σε ένα μεγάλο σωρό από άχυρο, και έβαλε φωτιά να τους κάψη. Ένα θαύμα μόνον μπορούσε να τους σώση και το θαύμα αυτό έγινε. Ένας ντελής που ήταν καραούλι στα βακούφικα αλώνια εκεί που είναι σήμερα τα σχολεία Δημοτικόν και Γυμνάσιον, έρχεται καλπάζοντας και λέει: -Εφέντη Νούρη Βεγίνα, ασκέρι μεγάλο από κλέφτες κατηφορίζει από της Παναγιάς το Μοναστήρι και μπροστά έρχεται ένας με άσπρο άλογο και με σημαία με Σταυρό. Είμαστε λιγοι για να τα βγάλουμε πέρα μαζί τους, θα μας πιάσουν. Η τουρκάλα στέλνει και άλλους καβαλλάριδες για να βεβαιωθή αλλά και αυτοί τα ίδια αναφέρουν. Διατάσσει τότε να φύγουν ολοταχώς και άφησε στη μαύρη τους τύχη τους περικυκλωμένους από το φλεγόμενον άχυρο. Σαν έμειναν μονάχοι οι καιόμενοι κατώρθωσαν ο ένας με τον άλλον να λυθούν όλοι. Το φρικτόν θέαμα, τα πληγωμένα και ματωμένα πρόσωπά των τους έκαμαν να μη γνωρίζονται μεταξύ των. Τα μάτια των έπεφταν μια εις τους ληστάς και άρπαγας που με τον χειρότερο τρόπο τους άρπαξαν το ψωμί των, και μια έβλεπαν προς την μεριά που θα προβάλουν τα αδέλφια τους, που τους έσωσαν την ζωή. Μα οι ώρες περνούσαν και τα αδέλφια τους δεν εφαίνοντο πουθενά. Έχασαν την υπομονή των, παρατηρώντας για να ιδούν έστω και έναν απ' αυτούς. Τότε ο Γέρο-Σταύρος ο Καλαράς, που ήταν μπροστά αλλά δεν είχε κακοποιηθή επειδή ήταν πρώτος θείος του γιατρού Γεωργίου Καλαρά (του Ντοτόρου), ιδιαιτέρου γιατρού του Κιαμήλ, αφού τους προσέφερε τις πρώτες βοήθειες, λέγει με αργή και σταθερή φωνή τούτα τα λόγια: Ποια αδέλφια μας παιδιά μου, κυττάτε να ιδήτε, ο Αϊ Γιώργης ήταν, κατέβηκε απ' το Μοναστήρι της Φανερωμένης για να μας ελευθερώση. (εις παλαιάν Μονήν Φανερωμένης υπάρχει παλαιά εικών του Αγίου σε τοιχογραφία). Γονατίζει αμέσως ο γέροντας και λέγει "Άγιε μου Γιώργη καβαλλάρη, νικητή και τροπαιοφόρε, βοήθα μας να ελευθερωθούμε και εδώ σ' αυτόν τον τόπον που πατούμε να μας αξιώσης να φτιάξουμε την Εκκλησία σου και να σε βάλουμε καβάλλα στ' άλογό σου σ' ασημένια εικόνα". Αυτήν την υπόσχεσιν επανέλαβον πάντες οι παρευρισκόμενοι. Επέρασαν δέκα πέντε χρόνια από τότε. Ο τόπος τώρα ήταν ελεύθερος. Οι παππούδες μας όμως δεν ξέχασαν το Τάμα τους. Ακριβώς στ' αλώνια στο τόπο που τους έσωσε ο Άγιος απ' την φωτιά της Τουρκάλας, έκτισαν την Εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου. Η πρώτη όμως αυτή Εκκλησία ήταν μικρή και το χωριό εμεγάλωνε γρήγορα. Γι' αυτό το 1905 με 1910 έκτισαν τα εγγόνια των την νέα μεγάλη Εκκλησία, η οποία επί Μητροπολίτου Δαμασκηνού το 1935, ανανεώθη με αντισεισμικόν σύστημα και τελευταία έλαβε την μορφήν που έχει σήμερα η Εκκλησία μας, μέσα στην οποία όλοι μας δοξάζουμε και υμνούμε τον προστάτη μας Άγιον Γεώργιον.
(EL)